Τάσος Τσακίρογλου -ΕφΣυν
«Το άγχος συνδέεται με ό,τι θα μπορούσε να συμβεί, ενώ ο φόβος συνδέεται με ό,τι γνωρίζουμε ότι θα συμβεί. Το άγχος εμφανίζεται σε απροσδιόριστες καταστάσεις, ο φόβος όταν ο πόνος ή η κακοτυχία είναι συγκεκριμένα». Με τα λόγια αυτά ο μεγάλος Αμερικανός κοινωνιολόγος Ρίτσαρντ Σένετ περιγράφει, στο βιβλίο του «Η κουλτούρα του νέου καπιταλισμού» (εκδόσεις Σαββάλας), την αλλαγή των τελευταίων δεκαετιών με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Το μέλλον δεν συνδέεται τόσο με το άγχος ότι κάτι κακό και απροσδιόριστο μας περιμένει, αλλά μάλλον με τη βεβαιότητα ότι αυτό το κακό –στον βαθμό που προσωποποιείται στην ανασφάλεια, στην ανεργία και στην οικονομική ή κοινωνική περιθωριοποίηση– θα έρθει αργά ή γρήγορα. Αυτή η βεβαιότητα γεννά και τον φόβο για την επερχόμενη καταστροφή, φόβο που επιδρά παραλυτικά στη διάθεσή μας να αντισταθούμε και να πολεμήσουμε. Η μοιρολατρία είναι η αναπόφευκτη συνέπεια. Η παραίτηση που βλέπουμε σήμερα σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού απορρέει από τη συμφιλίωση με το «μοιραίο».
Αυτό αφορά και η περίφημη «αριστερή μελαγχολία» που δεν είναι άλλο από την εσωτερίκευση της ήττας και των καταστροφών των τελευταίων πολλών δεκαετιών. Σε αυτό συνέβαλε η προσαρμογή αρχικά της σοσιαλδημοκρατίας και στη συνέχεια της Αριστεράς διαφόρων αποχρώσεων στην κυρίαρχη ιδεολογία: η επανάσταση είναι ουτοπία, άρα και η όποια αμφισβήτηση του συστήματος αποτελεί μια παλιομοδίτικη αποκοτιά ή απλώς μια γραφικότητα. Κατά συνέπεια, όσο περισσότερο η Αριστερά μιλούσε για εξέγερση και αντίσταση τόσο περισσότερο στην πράξη προσαρμοζόταν στο σύστημα, δηλαδή στις αξίες του, στα προτάγματά του και στην ιδεολογία του.
Απεμπόλησε έτσι μια πρωταρχική αγνότητα και εντιμότητα και βούλιαξε αργά αλλά σταθερά στην κινούμενη άμμο της διαχείρισης, των μηχανισμών και της γραφειοκρατίας. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που έμοιαζε να απολαμβάνει αυτάρεσκα αυτό το νέο κοινωνικό περιβάλλον, συνέχιζε να μιλά με μεγάλα λόγια για «αντίσταση», «αγώνα», «κοινωνική αλλαγή» και «προστασία των πιο ευάλωτων». Φούμαρα δηλαδή.
Η «ρευστή νεωτερικότητα» ρευστοποίησε πολιτικά και ιδεολογικά την Αριστερά, η οποία σήμερα αδυνατεί να μορφοποιήσει μια ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση που να δείχνει βιώσιμη στα μάτια της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Ο αρχικά βολονταριστικός χαρακτήρας του δόγματος «Δεν Υπάρχει Εναλλακτική» μετατράπηκε λόγω και της αδυναμίας της Αριστεράς σε βασανιστική πραγματικότητα. Το κυρίαρχο αίσθημα σήμερα είναι ο εγκλωβισμός σε ένα δόκανο, από το οποίο είναι μάλλον απίθανο να ξεφύγουμε.
Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες της συντηρητικής σκέψης και της ακροδεξιάς πολιτικής οφείλονται στην ικανότητά τους να δίνουν ένα απατηλό πρόσωπο σε αυτόν τον γενικευμένο φόβο: παγκοσμιοποίηση, ισλαμοποίηση, αχαλίνωτη σεξουαλική παρακμή, φεμινισμός, ξερίζωμα και πολιτισμική αλλοίωση.
Η Αριστερά, από την πλευρά της, τις τελευταίες δεκαετίες επιχείρησε να παίξει στο δικό τους γήπεδο και με τους δικούς τους όρους. Η «πολιτική των ταυτοτήτων», ο κατακερματισμός των πεδίων διεκδίκησης και σε πολλές περιπτώσεις ο μεταμοντέρνος πολιτικός λόγος την οδήγησαν στη μαζική άμυνα και στην πανωλεθρία. Ο αντίπαλος με σαρωτικές επιθέσεις και σαφές σχέδιο αποδόμησε το αριστερό ιδεολογικό οπλοστάσιο και έφθασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο πραγματικός κληρονόμος του Διαφωτισμού, κόντρα σε μια ασυνάρτητη και υποκριτική φιλελεύθερη Αριστερά.
Και τώρα; Τώρα περισσότερο από ποτέ απαιτείται μια συλλογική και συντονισμένη προσπάθεια επαναπροσδιορισμού μιας σύγχρονης Αριστεράς, εναλλακτικού πόλου στον μηδενιστικό νεοφιλελευθερισμό και στον σοφτ ολοκληρωτισμό που προωθεί.