Να μην περάσει ο θάνατος
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 19.07.20 ]Ο θάνατός του Βασίλη Μάγγου να διερευνηθεί μέχρι το τελευταίο ίχνος. Δεν το οφείλουμε μόνο στον ίδιο και στην τραγική οικογένειά του. Το οφείλουμε στη δημοκρατία που βρίσκεται σε τραγική κατάσταση και το οφείλουμε στη ζωή όλων των παιδιών μας
Αυτός ο θάνατος δεν πρέπει να περάσει έτσι. Μιλώ για τον θάνατο του 27χρονου Βασίλη Μάγγου, που τον βρήκε νεκρό η μητέρα του, μέσα στο δωμάτιό του, ένα μήνα μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από τα ανδροειδή του Χρυσοχοΐδη. Ο ίδιος ο Βασίλης Μάγγος είχε καταγγείλει τον βασανισμό από 10 μπατσαλάκηδες των ΟΚΠΕ που τον χτυπούσαν μέχρι και μέσα στο περιπολικό πριν τον πετάξουν σαν σακί στον δρόμο.
Και τώρα είναι νεκρός. «Νεκρός για πάντα». Φαντάσου αυτή τη μάνα και τη στιγμή που τον βρήκε. Φαντάσου αυτόν τον πατέρα να παλεύει με τον Άννα και τον Καϊάφα της κρατικής αναλγησίας και άκρη να μην βρίσκει. Και η σορός του παιδιού να οδεύει για νεκροψία στη Θεσσαλονίκη, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειας. Και από πάνω να έχεις και τον υπουργό Προστασίας της άγριας καταστολής, Χρυσοχοΐδη, ο οποίος προχωρά καλπάζοντας από τη συστημική εξαχρείωση στον αποθηριωμένο φασισμό (εν μέσω χειροκροτημάτων...), να τον έχεις λοιπόν σε ρόλο ιατροδικαστή, να προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της ιατροδικαστικής έρευνας, βρίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Στην ουσία, βρίζοντας τον νεκρό και τρομοκρατώντας την κοινωνία, ώστε να λουφάξει σε ενδεχόμενο, καταδικαστικό για τη «γλυκιά κανονικότητα» της κυβέρνησης, αποτέλεσμα. Γιατί, βέβαια, ο Χρυσοχοΐδης δεν είναι μόνος. Μαζί του υπάρχει ένας πρωθυπουργός, μια ολόκληρη κυβέρνηση, ένα αχόρταγο «επιτελικό κράτος» ανέλεγκτων και ανεξέλεγκτων διορισμένων χρυσοκάνθαρων και μαζί μια πολυποίκιλη ορδή κωλοπετσωμένων διαχειριστών και εμπόρων της πληροφορίας. Αυτών που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, βιάζοντας τη γνώμη και καθιστώντας την, με βιασμό, κοινή.
Με όλους αυτούς τα έβαλε ο Βασίλης Μάγγος κατεβαίνοντας σε πορεία αλληλεγγύης προς τους συλληφθέντες του αγώνα εναντίον της καύσης σκουπιδιών από την ΑΓΕΤ- Lafarge, έξω από τα δικαστήρια του Βόλου. Και τώρα είναι νεκρός.
Γι’ αυτό πρέπει ο θάνατός του να διερευνηθεί μέχρι το τελευταίο ίχνος. Δεν το οφείλουμε μόνο στον ίδιο και στην τραγική οικογένειά του. Το οφείλουμε στη δημοκρατία που βρίσκεται σε τραγική κατάσταση και το οφείλουμε στη ζωή όλων των παιδιών μας. Ιδιαίτερα των πιο περήφανων, των πιο ελπιδοφόρων, των πιο βαθιά περίεργων παιδιών μας, μ’ αυτή την άφταστα ωραία περιέργεια για τον άλλον, για το καλύτερο αύριο όλων. Το οφείλουμε σ’ αυτά τα παιδιά που κατεβαίνουν στους δρόμους και τα δέρνουν, τα συκοφαντούν, τα ξεβρακώνουν, τα σέρνουν στα δικαστήρια, τα προσβάλλουν στον πυρήνα της ύπαρξης. Δεν πάει άλλο. Ο θάνατος του Βασίλη Μάγγου πρέπει να έχει τη μεταχείριση που αξίζει σ’ ένα παιδί κατοικημένο από μέλλον, που τώρα έγινε «σύννεφο με παντελόνια».
Η κοινωνία έχει τα μέσα και την πείρα να παρέμβει ώστε η έρευνα να φτάσει μέχρι τη ρίζα που αναβλύζει τον παγωμένο θάνατο. Ας κατέβει η μνήμη από τα εικονίσματα να περπατήσει στους δρόμους, να πιαστεί χέρι-χέρι με τα ωραία παιδιά. Ας σηκωθούνε οι λέξεις από τα καταστατικά και ας ανακληθούν τα όνειρα από την αποστρατεία, να μυρίζουν τις καινούργιες ευωδιές της νεότητας. Ναι. Ο θάνατος του Βασίλη Μάγγου είναι μια περίπτωση του καθ’ όλου. Το κουκούλωμα είναι έγκλημα. Η αδιαφορία είναι έγκλημα και ο κατάλογος των θυμάτων της θα είναι τεράστιος. Όταν σκοτώνεται ένα παιδί, κάπου στο μέλλον καταστρέφεται ο πολιτισμός (για να παραφράσω τον Νίκο Καρούζο). Ώς το τέλος λοιπόν. Όταν η κοινωνία θέλει, τότε μπορεί και κανένα σύστημα δεν γίνεται να την εμποδίσει.
Θυμήσου τι έγινε στην κηδεία του Στέφανου Βελδεμίρη, λαμπρού στελέχους της Εργατικής Οργάνωσης Νεολαίας της ΕΔΑ, που δολοφονήθηκε (ήταν 24 χρόνων) στις 26 Οκτωβρίου 1961, τρεις μέρες πριν τις εκλογές βίας και νοθείας. Το φονικό (θα επανέλθω με άλλο εκτενές σημείωμα) έγινε στην Επτάλοφο (Αμπελοκήπους) Θεσσαλονίκης. Τον πυροβόλησε μέσα σε ταξί ο επιλεγμένος σκοπευτής της Χωροφυλακής Σπύρος Φιλίππου. Η σορός δεν δόθηκε στην οικογένεια.
Κι όμως η κηδεία έγινε. Χωρίς φέρετρο. Για κάν’ το εικόνα: ένα ολόκληρο πλήθος να ξεπροβοδίζει τον πολύτιμο νεκρό, να τον σηκώνει στα χέρια της οδύνης του και ας μην είναι εκεί. Είναι παντού. Το πλήθος κατηφορίζει από το σπίτι του Βελδεμίρη στις Συκιές συνοδεύοντας τους γονείς του, τον αδελφό του Γιώργο και την αρραβωνιαστικιά του Τασούλα. Η πόλη δονείται από τα συνθήματα: «Δολοφόνοι», «Αθάνατος». Κύματα οι φωνές ενώνονται με τα κύματα της θάλασσας. Από την Αγίου Δημητρίου η νεκρώσιμη πομπή φτάνει στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας (πίσω από τη Φυσικομαθηματική). Εκεί περιμένει το φέρετρο.
«Στέφανε, αγκαθοστέφανε, / το αγκάθινο στέφανο / στο μέτωπό σου / πελώριο φωτοστέφανο / στους κροτάφους του σύμπαντος» θα γράψει ο Γιάννης Ρίτσος. Λέει κι άλλα το ποίημα. Για την ακρίβεια, το ποίημα δεν έχει τελειώσει. Στα δικά μας χέρια είναι να το συνεχίσουμε για τον Βασίλη Μάγγο. Να μην τον αφήσουμε στα χέρια τους, να μην πάρουνε τα λόγια από το στόμα μας. Γιατί τότε στ’ αλήθεια θα έχει πεθάνει.
Πηγή Η Αυγή