Μνήμες και σκέψεις

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 12.04.18 ]

 

        Αν η γνώση είναι μια δραστηριότητα, η μνήμη μου είναι το αποτέλεσμα που σε κάθε στιγμή απέκτησα ακολουθώντας τη γνωστική δραστηριότητα∙ είναι το κάθε τι που σε κάθε στιγμή κατάφερα πραγματικά να κάνω δικό μου – να κάνω το εγώ μου. Όπως η γνώση, λοιπόν, η μνήμη είναι εξάσκηση:  αποθηκευμένη πρώτα στους μύες μου και στα νεύρα μου και μετά στη γλώσσα μου ή στη σκέψη μου, άρα ανεξάρτητη από τη συνείδησή μου, δηλαδή από τα σχόλια, συχνά  κριτικά, που μια φόρμα εκφράζει πάνω σε μια άλλη του εσωτερικού μου διαλόγου. Και από τη στιγμή που πρόκειται για εξάσκηση δεν αποκτάται μια για πάντα: αν για μεγάλη περίοδο δεν εκγυμνάζεται, μια δραστηριότητα που κάποτε είχα υπό τον έλεγχό μου, καταλήγει με το να εκμηδενίζεται κι εγώ θα χάσω (τουλάχιστον εν μέρει) τη μνήμη που κάποτε είχα.

        Η στενή σχέση της μνήμης με την ταυτότητά μου και την ασταθή και αβέβαιη φύση της, βρίσκονται κάτω από πίεση στο μοντέλο της αγοράς, που σε ένα υποκείμενο πλούσιο σε ουσία και σταθερά in fieri (άρα ζωντανό) θέλει να αντικαταστήσει ένα απόλυτα και μόνιμα κενό (άρα νεκρό). Η στρατηγική με την οποία προσπαθούμε να βρούμε αυτό το αποτέλεσμα αποτελείται από δύο σημαντικά βήματα. Πρώτα μεταμορφώνεται η γνώση και η μνήμη από know how σε σχέσεις με πληροφοριακά πακέτα, στα οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση μόνο μέσα από τη σκέψη∙ ύστερα προχωρούμε με τρόπο ώστε το υποκείμενο να χάνει τον έλεγχο κι αυτών των πακέτων αν και έχει μια ψευδαίσθηση ελέγχου, που αποθηκεύεται δηλαδή σε αντικείμενα ιδιοκτησίας του (βιβλία, δελτία, σήμερα κυρίως σε υπολογιστές των οποίων τη «μνήμη», όλο και περισσότερο ισχυρή, μπορώ να αποκτήσω στην αγορά), με τρόπο ώστε όλα όσα του χρειάζονται να είναι σε (φαινομενική) πλήρη διαθεσιμότητα.     

        Δεν είναι όμως έτσι. Κάποιο πρόσωπο η «σχέση» του οποίου όσο κι αν έχει κάποιο περιεχόμενο, θα εξαντλείται στο να κτυπά πλήκτρα, θα ξέρει μόνο να κτυπά πλήκτρα.  Η ικανοποίηση που θα αισθάνεται όταν κάνει δικά του τα βήματα ενός χορού, τους στίχους ενός σονέτου ή ενός τραγουδιού, οι σίγουρες κινήσεις για την επισκευή ενός καρμπυρατέρ, θα του είναι άγνωστα, όπως μια ευχαρίστηση που θα είναι ένα απλό σημάδι: η διεύρυνση και ο εμπλουτισμός της ύπαρξής του, η ανάπτυξη της θετικής και συγκεκριμένης ελευθερίας του. Είχαν απόλυτο δίκιο οι αρχαίοι όταν υπογράμμιζαν τη σπουδαιότητα της μνήμης, γιατί ο καθένας από μας είναι, κυριολεκτικά, αυτό που θυμάται. Σήμερα αυτή η σημασία αναδύεται σε πολύ περιορισμένες περιοχές:  ανάμεσα στους ηθοποιούς, για παράδειγμα, που θαυμάζονται και (πολύ πιθανόν) λοιδορούνται όχι μόνο για τη δημοσιότητα και τον πλουτισμό τους, αλλά και γιατί παρέμειναν ανάμεσα στους ελάχιστους που διαφυλάσσουν την πολλαπλή ταυτότητά μας.  

        Τέλος, παρατηρούμε ότι η σχέση ανάμεσα στη μνήμη και τη σκέψη είναι ακριβώς αντίθετη από εκείνη που επιβάλλει το κυρίαρχο μοντέλο: δεν είναι η σκέψη που καθιστά δυνατή τη μνήμη αλλά, αντίθετα, είναι η μνήμη που καθιστά δυνατή τη σκέψη. Σκέψεις και ιδέες δεν είναι τίποτε άλλο από αναμνήσεις λεκτικών εκφράσεων: βρίσκονται στην ικανότητα να αρθρώνουμε εκφράσεις χωρίς ν’ ακουγόμαστε. 

 *Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ