Μια νύχτα στη Σκούπα

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 11.08.23 ]

Όταν διάβασα στο άρτι το πρόγραμμα του Φεστιβάλ του Αράχθειου Θεάτρου στο Παλαιοχώρι Σκούπας Άρτας - αφιερωμένο στη μνήμη του λογοτέχνη, μεταφραστή, θεατρικού συγγραφέα, αγωνιστή της εθνικής αντίστασης και δημιουργού του «θεάτρου του βουνού» Γιώργου Κοτζιούλα - ήξερα τι θα ήθελα να παρακολουθήσω.

Αλλά όταν πραγματικά θέλω κάτι το παγουράδικο μυαλό μου δεν καταλαβαίνει ούτε από αποστάσεις, ούτε από ταλαιπωρίες, ούτε και δίνει σημασία αν υπάρχει παρέα ή όχι, δίνει απλώς την εντολή «πάμε» και έχω ήδη ξεκινήσει. Και στροφιλίκι και φουρκέτες και λαγκάδια και ραχούλες και βουνά κατάφυτα, κι άγνωστοι δρόμοι μ’ όλα τα ζωντανά να ξεφυτρώνουνε μπροστά μου, κι ατέλειωτη ομορφιά. Και σύννεφα απειλητικά, κόκκινα, γκρίζα, μαύρα. Κι οι πρώτες στάλες στο παρμπρίζ. Και να ’μαι. Δυο-τρεις ψυχές στο θεατράκι το Αράχθειο να κοιτούν τον ουρανό. Ο Βερύκιος ανήσυχος. Καλησπερίζω. Με καλωσορίζουν. Λένε, αν βαρύνει το σύννεφο, να κάνουν μέσα στο μουσείο την παράσταση. Στο μουσείο παλιά θρανία, μαυροπίνακας, μια βάρκα(!), μια σβάρα(!!), μια ραπτομηχανή, ένα αργαλειός, στρωσίδια, ρούχα γυναικεία φτιαγμένα με το χέρι, ένα νυφικό κατακόκκινο (!!!), ένα λευκό, ένα σίδερο, μια ζυγαριά μπακάλη, καλαπόδια, μια στολή μπάντας, ένα τεράστιο πριόνι (τέτοιο θα χρησιμοποιούν κι οι καλικάντζαροι να κόψουνε το δέντρο της ζωής). Με ξεναγεί η Δώρα. Μου εξηγεί αντικείμενα (όσα δεν ξέρω) και χρήσεις.

Μέχρι να βγούμε ο αέρας έχει το σύννεφο σκορπίσει κι οι πυρωμένες από τον ήλιο του μεσημεριού πλάκες έχουν στεγνώσει εντελώς τις στάλες της αδύναμης εσπερινής βροχούλας. Έχει και κόσμος μαζευτεί. Οι μεγαλύτεροι μπροστά, στις πίσω θέσεις νέοι. Ο Δημήτρης Βερύκιος βγαίνει στη σκηνή. Μας ενημερώνει ότι θα παρακολουθήσουμε τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Ο Σταύρος Παργινός με λευκό χιτώνα κάθεται σε ένα ξύλινο σκαμνί. Ανάμεσα στα πόδια το βιολοντσέλο του. Στα χέρια το δοξάρι. Ο Βερύκιος με κατάμαυρο ράσο είναι ο μέγας Ιεροεξεταστής. Φαίνεται σαν να είναι όλος ένα ράσο. Το πρόσωπό του ίσα που διακρίνεται από την κουκούλα. Σαν να μην έχει πρόσωπο καθόλου μοιάζει. Λες και το ράσο (ένδυμα εξουσίας συμβολικό) έχει ρουφήξει κάθε ανθρώπινη ιδιότητα αφαιρώντας όχι μόνο το σώμα, καλύπτοντάς το ολοκληρωτικά και σφιχτοδένοντάς το με το κομποσκοίνι, αλλά και αυτό ακόμη το πρόσωπο. Στο δάχτυλό του δαχτυλίδι. Άλλο σύμβολο. Το δαχτυλίδι ως σημείο εξαφανίζει και το δάχτυλο κι όλο το χέρι. Και πράγματι ο Βερύκιος κατάφερε να κάνει τον Ιεροεξεταστή μια ζοφερή περιφερόμενη, αεικίνητη σκιά, να του σβήσει ολότελα το ανθρώπινό του πρόσωπο, να τον μετατρέψει σε μια μηχανή παραγωγής φόβου και βίας, οπλισμένη με σατανική λογική και επιχειρήματα. Το έργο λέγεται μονόλογος. Εγώ δεν το εισέπραξα έτσι. Πράγματι ο Ιεροεξεταστής είναι ο μόνος που μιλά. Ο Ιησούς σωπαίνει. Κι είναι αυτή η σιωπή, η βροντερή που ξεχειλίζει από τα μάτια και κινεί τα χέρια και συγκινεί το δοξάρι και δονεί το βιολοντσέλο και στις φαρμακερές τις λέξεις απαντά με μουσική και στο κακοπαθημένο και κακομαθημένο «δίκιο» με φιλί αγάπης. Κι έρχεται το άσπρο το μαύρο να αγκαλιάσει. Η μπουκιά του ψωμιού στο στόμα σου να γίνει πέτρα και να σου σπάσει όλα τα δόντια. Ο άγγελος τον δαίμονα να παρηγορήσει. Μια γεύση από ελευθερία να αναπτερώσει την υποταγμένη συνείδηση. Η αγάπη να καταφέρει την κρίσιμη ρωγμή στην εξουσία. Μια νύχτα στη Σεβίλλη, ενώ ο αέρας μυρίζει δάφνη και λεμονιά. Μια νύχτα στη Σκούπα. Μια παράσταση για το θαύμα, το μυστήριο, την εξουσία, την ελευθερία, τη συνείδηση, την επιλογή. Για εκείνους που επιχειρούν να μας κάνουν ζοφερές σκιές, ένα κοπάδι ιεροεξεταστές, άλλοι ν’ ανάβουν την πυρά κι άλλοι τα κάρβουνα να συνδαυλίζουν, να μας στερήσουνε τα πρόσωπά μας, τις ψυχές μας, ό,τι μας κάνει ανθρώπους. Για την αγάπη που ελευθερώνει. Γιατί ναι, δεν είναι ελεύθερος όποιος δεν αγαπά.

Κι εκείνος δεν απάντησε με λέξεις. Του άφησε μονάχα ένα φιλί στα χείλη τα στεγνά του και από τη σκηνή αποχώρησε. Τι να τις κάνει πια τις λέξεις; Τις είπε ο άλλος όλες.

Ναι, άξιζε να κάνω αυτόν τον δρόμο. Για να δω τον Δημήτρη Βερύκιο, ένα υπέροχα θερμό άνθρωπο, να μεταμορφώνεται στη σκηνή σε ένα κομμάτι πάγο (γιατί μην ακούτε τι λένε, παγωμένη είναι η κόλαση) και στο τέλος του έργου να με κάνει να ακούσω και το «κρακ» από το ράγισμα που τόσο είχα ανάγκη. (Ανυπομονώ να τον ξαναδώ στα Γιάννενα τον Οκτώβριο. Όνειρο ενός γελοίου. Πάλι Ντοστογιέφσκι). Για να δω τον Σταύρο Παργινό και να ακούω χείμαρρους λέξεων από τα μάτια και τις χορδές του βιολοντσέλου του. Για να μοιραστώ αυτή την εμπειρία με τη Δώρα, τη Ρίτα (η καλή νεράιδα του φεστιβάλ), την Πανωραία, την Κατερίνα και όλους αυτούς τους όμορφους ανθρώπους ενός όμορφου τόπου.

Εντάξει Δώρα, έφτασα πίσω ασφαλής. Δεν συνάντησα αγριογούρουνα στον δρόμο. Μόνο αλεπουδίτσες, κουνάβια και σκαντζόχοιρους. Μην ανησυχείς, πρόσεχα, δεν έβλαψα κανένα. Και να ξέρεις, μετάνιωσα που απέκρουσα την πρόταση να με φιλοξενήσεις το βράδυ. Θα θελα να βλεπα και την ανατολή σ’ αυτόν τον τόπο. Ίσως κι αυτό να γίνει. Μήπως δεν είναι όλα τελικά μία συνάρτηση επιθυμίας και ικανότητας; Ελευθερίας και αγάπης;