Μια ζωή πληρώνω

[ Κωνσταντίνα Παπακώστα / Ελλάδα / 11.12.21 ]

Κόκκινο αγροτικό TOYOTA, παλιό, σκουριασμένο. Στο τιμόνι ο Γιώργος, στη μέση η Χριστίνα, δεξιά ο Γκάρετ. Λαϊκά άσματα της δεκαετίας του ‘70 στο τέρμα. Η Χριστίνα με μπαντάνα στο κεφάλι, ο Γιώργος με το αριστερό χέρι έξω απ’ το παράθυρο και το τσιγάρο να κρέμεται, ο Γκάρετ αμήχανος που οι ντόπιοι χωριάτες σταματούσαν τις δουλειές τους και τους κοιτούσαν απορημένοι. Πώς να τους κοιτάνε, δηλαδή, δεν πουλούσαν τίποτα, δεν σταματούσαν, δεν ακουγόταν φωνή από μεγάφωνο να διαλαλεί την πραμάτεια τους, τι παράξενο καραβάνι ήταν και δαύτοι. Τι να διαλαλήσουν, βέβαια, τι να φωνάξουν, πουλάμε πολιτισμό, εμείς οι αρχαιολόγοι, οι εργάτες του παρελθόντος της γης;

Σαματά έκαναν, βέβαια, με τα καρότσια, τα φτυάρια και τους κασμάδες να βροντάνε στην καρότσα. Είχε τελειώσει η ανασκαφή και πήγαιναν, Παρασκευή, στο ξωκκλήσι του πέρα χωριού, όπου τα εκεί ντόπια συνεργεία είχαν στήσει πανηγύρι, γλέντι, για τον κόσμο του “πολιτιστικού εργοτάξιου”. Για τους πονεμένους εργάτες της γης, τους ταλαιπωρημένους από τον καύσωνα και τη σκόνη, που την πονούσαν για να εξορύξουν, τι άραγε, λυτρωμό και σωτηρία; Δικιά τους, ίσως. Τ’ αρχαία μια χαρά ήταν κρυμμένα, στη σταθερή τους θερμοκρασία, στην αδιατάρακτη υγρασία, ερχόταν οι κασμάδες της σωστικής ανασκαφής να τα σώσουν – αλήθεια;- από την κατάχωση που θα έφερνε η κατασκευή του καινούριου δρόμου και οι μπουλντόζες που θα προηγούνταν.

Ήρεμοι οι νεκροί με τα κτερίσματά τους, θαμμένοι με τις προσευχές των οικείων και την αγάπη τους σπαρμένη με λουλούδια στους κάποτε φρέσκους τάφους, έβγαιναν ανίερα στο φως για να τους τοποθετήσουν σε κουτιά, να τους μετρήσουν, να τους καταγράψουν, να τους χρονολογήσουν και να τους ξεχάσουν άκλαφτους σε μια αποθήκη, ντανιασμένους μαζί με άλλους, από άλλα νεκροταφεία, με τα νεκρικά τους δώρα ξέχωρα από τα γυμνά, πλέον, οστά τους. Αλλού ο σκελετός της επιτόκου με τη διανοιγμένη λεκάνη, είχε πεθάνει στη γέννα, σε άλλο κουτάκι το δαχτυλίδι του γάμου της και λίγο παραπέρα η χρυσή βέρα τους αντρός της που της είχε περάσει, απαρηγόρητος, λίγο πριν τη θάψουν στον μέσο του αριστερού της χεριού. Ήταν και μεγαλόσωμος, το δαχτυλίδι του ήταν φαρδύ, αντρίκιο, το δικό της μικρούτσικο, σχεδόν παιδικό.

Πονούσε η Χριστίνα και χαιρόταν ταυτόχρονα. Τοκετός η ανασκαφή κάθε φορά, πόνος που κατέστρεφαν τα υπολείμματα του παρελθόντος για να τα βγάλουν στο φως, αλλά και χαρά, μια άγρια, χθόνια λαχτάρα, βγαλμένη από το υπογάστριο, κάθε φορά που το τσαπάκι πετύχαινε θησαυρό, μη τάφος ήτανε, μη νομίσματα, μη στρώμα εγκατοίκησης με τα κιούπια σπασμένα και τις αγνύθες σωρό. Πονούσε κι έπινε. Και κάπνιζε και πολύ. Και τραγουδούσε παράφωνα. Και ονειρευόταν ταξίδια, μακρινά, μακριά, πολύ μακριά, μακριά από τον φόβο του θανάτου με τον οποίο είχε μάθει να ζει, μακριά από τα πρέπει και την υποχρέωση να ζήσει και να μοχθήσει δυο φορές, διπλά, μια για τη δική της, τη ζωή της υγιούς νέας, και μια αντί του θνησιγενούς αδελφού, με την οποία, άρρητα αλλά σαφέστατα, της είχαν ποτίσει την ψυχή και τη δηλητηρίασαν.

Αρχιεργάτης ο Γιώργος, καλό παιδί, τίμιο, της γης και του μόχθου. Δεν έλεγε πολλά, δεν ήξερε να φτιάχνει ωραίες προτάσεις και να εντυπωσιάζει τα κορίτσια. Αλλά ήταν φίλος. Την έβλεπε, ένιωθε τα πονεμένα νιάτα της, δεν καταλάβαινε γιατί τρωγόταν, αφού τα πράγματα ήταν απλά. Τι τα ‘κλωθε και τα ψείριζε αυτό το κορίτσι, τζάμπα κουβέντες. Όμορφο, μορφωμένο, μια χαρά. Κι ο Γκάρετ δίπλα, χαλαρός, με το φλέγμα του βορρά να μοιάζει με φιλοσοφία κάτω από τον ήλιο των Βαλκανίων. Ρίτα Σακελλαρίου στο τέρμα, ο Γιώργος ξεκαρδισμένος, ο Γκάρετ αδιάφορος, το αγροτικό να τρίζει, η ζέστη να τους λιώνει, η Χριστίνα να τους λέει για μια υποτροφία για νέους που βρήκε κι ήθελε να φύγει για τρεις μήνες, να πάει στο Μεξικό, για ανασκαφή στα υψίπεδα, για να μάθει τη γλώσσα, να γνωρίσει τους ιθαγενείς…

Έλεγε, έλεγε, έπλαθε όνειρα, διαφυγές. Ο Γιώργος σταμάτησε να μιλάει. Κι όταν βρήκε ένα κενό στην πλημμυρίδα των σχεδίων απόδρασης της πιτσιρίκας, “τι μαλακίες λες”, αγανάκτησε, “πού θα τρέχεις, εσύ είσαι για να σε βγάζουν έξω πρώτο τραπέζι πίστα και να σου ανοίγουν σαμπάνιες”.

Τι περίεργο, η φεμινιστική της φύση δεν επαναστάτησε στο άκουσμα του σωβινιστικού, ανδροκεντρικού κλισέ. Κατάλαβε τι ήθελε να πει ο φίλος της, το παλικάρι με τη χρυσή καρδιά που έκανε κοπάνες από το σχολείο και διάβαζε μόνο αθλητικές εφημερίδες. Της έλεγε να μείνει μαζί τους. Ότι ανήκε κοντά τους. Ότι άξιζε να την αγαπάνε. Κι έτσι όπως ήταν, άπλυτη, βρωμερή, λασπωμένη, με τη μπαντάνα στα μαλλιά, τις αρβύλες και το παντελόνι δεμένο μέσα στις κάλτσες για προστασία από τα φίδια, κατάλαβε ότι ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο που θα της έκαναν ποτέ. Ησυχασμένη, σώπασε.