Η κυβέρνηση των ΗΠΑ να σταματήσει τη δίωξη του συνιδρυτή του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, επειδή αυτό υπονομεύει την ελευθερία του Τύπου, ζητούν με κοινή τνακοίνωσή τους τα μέσα ενημέρωσης που είχαν δημοσιεύσει τα έγγραφα που είχαν φθάσει στα χέρια του δημοσιογράφου.
Πριν από δώδεκα χρόνια, η Guardian, οι New York Times, η Le Monde, το Der Spiegel και η El País συνεργάστηκαν για τη δημοσιοποίηση αποσπασμάτων από 250.000 έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του Ασάνζ (διαρροή «Cablegate»). Το υλικό, που διέρρευσε στο WikiLeaks από την τότε Αμερικανίδα στρατιώτη Τσέλσι Μάνινγκ, αποκάλυψε την εσωτερική λειτουργία της αμερικανικής διπλωματίας σε όλο τον κόσμο και τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ.
Οι συντάκτες και οι εκδότες των μέσων ενημέρωσης που δημοσίευσαν για πρώτη φορά αυτές τις αποκαλύψεις συγκεντρώθηκαν για να αντιταχθούν δημοσίως στις κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ με βάση έναν νόμο που έχει σχεδιαστεί για τη δίωξη των κατασκόπων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου!
«Η δημοσίευση δεν είναι έγκλημα», καταλήγουν στην ανακοίνωσή τους οι συντάκτες και οι εκδότες, τονίζοντας ότι η δίωξη αποτελεί άμεση επίθεση στην ελευθερία του Τύπου.
Θυμίζουμε ότι ο Ασάνζ κρατείται στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Belmarsh στο νότιο Λονδίνο μετά την απαγωγή και σύλληψή του στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο το 2019. Τα προηγούμενα επτά χρόνια ο Ασάνζ ζούσε στην πρεσβεία για να αποφύγει τη σύλληψη και την έκδοσή του στις ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν καταφέρθηκε εναντίον των διώξεων των δημοσιογράφων σε όλο τον κόσμο, αλλά… λησμόνησε τον Ασάνζ και τη δίωξη που ασκεί η Ουάσινγκτον εναντίον του!
Μόνιμη διεκδίκηση δημοσιογράφων, εκδοτών και αναγνωστών είναι: «Λευτεριά στον Ασάνζ»…