Ο Κρυστάλλης έζησε στο Συρράκο μέχρι τα δώδεκα. Ο πατέρας του, Δημήτρης Κρουστάλλης, ήταν έμπορος κτηνοτροφικών προϊόντων με έδρα τα τουρκοκρατούμενα τότε Γιάννενα. Ο γιος του φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή, αλλά διέκοψε τη φοίτησή του το 1885, πιθανόν λόγω προβλημάτων της υγείας του. Ένα ποίημα που δημοσιεύει ο Κρυστάλλης το 1885, υπό τον τίτλο «Αι σκιαί του Άδου», θα έχει ως αποτέλεσμα τη δίωξή του από τις τουρκικές αρχές (το ποίημα αναφερόταν στον Αγώνα του 1821) και τη διαφυγή του στην Αθήνα. Την ίδια ώρα στην Ήπειρο, για την απελευθέρωση της οποίας συνέβαλε με όλες τις οικονομικές του δυνάμεις ο πατέρας του, τα τουρκικά δικαστήρια τον καταδικάζουν σε εικοσιπενταετή εξορία στη Βαγδάτη.
Στην Αθήνα ο Κρυστάλλης θα δουλέψει πρώτα στο τυπογραφείο των εκδόσεων Φέξη και κατόπιν στο περιοδικό «Εβδομάς» του Ιωάννη Δαμβέργη. Εν συνεχεία θα διοριστεί ως υπάλληλος στους σιδηροδρόμους της Πελοποννήσου, αλλά θα αναγκαστεί σύντομα να αναζητήσει καταφύγιο στην Κέρκυρα, έχοντας ήδη προσβληθεί από φυματίωση. Ο οργανισμός του όμως δεν αντέχει και εντέλει πεθαίνει το 1894 στην Άρτα, όπου μένει η αδελφή του. Αυτή ήταν η θανάσιμη έκβαση της δουλειάς στο τυπογραφείο και της φτώχιας που ανάγκαζε τον ποιητή να ζει σε σκοτεινά υπόγεια. Μοναδική του διέξοδος, όσο ζούσε, οι εκδρομές στην Πεντέλη, τον Υμηττό και την Πάρνηθα και η ποιητική ανάκληση των τοπίων της Πίνδου, που τροφοδότησαν από την αρχή μέχρι το τέλος τους στίχους του.
Πιστός στις αξίες που έθρεψαν και στήριξαν τον κόσμο του, ο Κρυστάλλης επιδόθηκε και σε ένα άλλο έργο: τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού – ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια και ποικίλες παραδόσεις, που πέρασαν και στην πεζογραφία του, όπου κατέγραψε, μεταξύ άλλων, τις πολιτικές πρακτικές της εποχής του και το φαινόμενο της ληστοκρατίας. Η λαογραφική έρευνα του Κρυστάλλη αποτυπώθηκε στους τόμους του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού» των Μπαρτ και Χιρστ (1892 και 1893), ενώ η τελευταία ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης» (1893) επιβεβαίωσε τους βαθείς, οργανικούς δεσμούς του με το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτική γλώσσα.
Ο Κρυστάλλης κατηγορήθηκε από τους παλαιότερους λογοτεχνικούς κριτικούς ως άγονος αντιγραφέας του δημοτικού τραγουδιού, ως ένας μιμητής που δεν είχε τίποτε από την ψυχή, τη φρεσκάδα και τη δύναμη του πρωτοτύπου. Σήμερα, όμως, ξέρουμε αυτό που έχει από καιρό αποδείξει ο Λίνος Πολίτης: ο στίχος του Κρυστάλλη μπορεί άνετα να διεκδικήσει την αυτονομία του από τις πηγές του δημοτικού τραγουδιού, κερδίζοντάς μας αμέσως με το ζωντανό και απολύτως προσωπικό του τόνο. «Ακόμα και η χρήση των ιδιωματικών λέξεων, όταν δεν φτάνει στην υπερβολή, αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο γοητείας και δείγμα τεχνίτη όχι κοινού» επιμένει ο Λ. Πολίτης («Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998).
Τραγούδι της ξενιτιάς
…………………………………………………………….
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
……………………………………………………………..
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
*Φωτογραφία: Στον τάφο του Κρυστάλλη στην Άρτα (1926)