Κληρονομική διαδοχή

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 14.05.20 ]

Είμαι το χαμένο, αγέννητο, εξαμβλωμένο παιδί της πάρωρης νιότης των γονιών μου. Αυτών που χάσκουν σαρδόνια μέσα στην οξυδωμένη ευπρέπεια της τάξης των καλών και ωραίων τρόπων. «Μαχαιροπίρουνα για το φαγητό Τζόναθαν. Δεν είμαστε ζώα.» Όποτε θυμάμαι το αίμα της μάνας μου μια τενεκεδένια στρουθοκάμηλος διέρχεται σε πρώτο πλάνο, για να μου υπενθυμίσει τις ρίζες μου. Στροφή κορμού επί δεξιά. Επ’ αριστερά. Συγχρωτίζομαι, συγχρωτίζεσαι, συγχρωτίζεται. Μια φωτογραφία είναι εδώ απλά και μόνο για να σου προκαλέσει ό,τι τελείται, συντελείται, επιτελείται. Αν μπορούσα θα άλλαζα την αυταρέσκεια του ανδρός, τη σεμνοτυφία της αρχόντισσας του σπιτιού, των ζώων το ηχηρό γάβγισμα. Σαρκαστικά και σαν άλλοι Πέρσες στρατηλάτες κοιτούν μέσα στους μυχούς του πένθους μου. Αντιλαμβάνομαι ως και το μεγάλο ζώο. Κι αυτό επαίρεται και κοιτά λοξά και ειρωνεύεται. «Δεν…. .δεν ήταν έτσι ακριβώς όπως σου είπανε.»

Ξεγελώ τη μνήμη με τα όσα στα χέρια μου κρατώ. Δαχτυλίδια, χρυσάφια, γέλια και χλιμιντρίσματα αγάπης. Ξοδεύομαι αδίκως, μιας και ραπίζομαι όσο μου λένε πως οφείλω. Μιαν ενοχή που δεν την πλήρωσα. «Τζόναθαν, τρώμε με μαχαιροπίρουνα. Σήκωσε το κεφάλι σου.»

Ποιος σκοντάφτει πάνω στις ανάσες μου; Επαίρονται, καθώς υπήρξε μια κάποια συνέπεια στην κληρονομική διαδοχή: «Τζόναθαν, η ενοχή θα σε παραδώσει στην αγωνία. Μπορείς να είσαι ήσυχος.» Υπήρξα συμβατός. Κανένα πρόβλημα. Έπαθλο, θυρεός και καύχημα προγόνων. Πλήττομαι από προγονοπληξία. Αναστέλλω, διαστέλλω και συστέλλω τις κόρες των δικών μου ματιών, όποτε πετυχαίνω τη βλεμματική επαφή με τους γεννήτορες μου. Επικροτούν την πρόοδό μου. «Επιτέλους, Τζόναθαν. Είσαι άξιος.» Τίτλοι, τίτλοι ιδιοκτησίας. Αυνανιστική χειρωναξία της αγέλης, όμως, σε ένα συνεχές και αποτρόπαιο ανεύρυσμα θυμού.

Η αποδοχή έχει κόστος. Δεν υπάρχει αμφιβολία περί αυτού. Τρία ζώα, ένα άλογο και δύο σκυλιά, και δύο γεννήτορες. Εσύ πουθενά. Αγέννητος, αμύητος, απροσπέλαστος. «Πρώτα κρατάμε το μαχαίρι με το δεξιό χέρι και μετά το πιρούνι με το αριστερό.» Βρυχάσαι ακόμη πάνω από τα τρόφιμα. Η απληστία σου είναι γλυκιά ανάμνηση. Και ως μωρό άργησα να βγάλω την πάνα. Τώρα, όμως, μετράω τούβλινα τρόπαια οικοδομικών τετραγώνων, τετράτροχα, μετοχές, σιλικόνες, εμφυτεύσεις. Δε γεννήθηκα, όμως, ακόμη. «Δυστυχώς δεν μπορεί να συγχρονίσει τα χεράκια του. Δεν ακούει τη μουσική. Δεν έχει ρυθμό.» Ανεπίδεκτος. Αισθητικά ανερμάτιστος και πρίγκιπας εξισώσεων. «Δεν μπορεί το παιδί. Δεν μπορεί.»

Καλά η αποδοχή. Η ανοχή; Πληρώνονται ακριβά τα μειδιάματα των γεννητόρων. Υποχείριο γίνομαι μιας αγάπης ανεπίδοτης. Αυτό το ρεύμα που διατρέχει όλο μου το κορμί, όποτε ανακαλώ μνήμες, με εξωθεί σε άκρα. «Η ακροποσθία πρέπει να αφαιρεθεί. Υπάρχει κίνδυνος φίμωσης.» Η επέμβαση πέτυχε, αλλά το κλάμα στόμωσε, λες και αντί για χειρουργική κλίνη έκατσα σε αγέλη με λύκους που καραδοκούν να τρομοκρατήσουν. Τα ουρλιαχτά αυτών των ζωντανών τη νύχτα  είναι φριχτά.

Πόσα σκαλιά είχε το πατρικό; Πέντε; Τρία; Δύο; Ιχνηλατώ ακόμη τα βήματά μου. Παλινδρομώ και επιστρέφω στη ζεστή χοάνη του εξωμητρίου που εξαμβλώθηκε αν και όχι παράκαιρα. Η πάρωρη νιότη των γονιών ίσως φταίει. Συστροφή όρχεων. Απεφάνθησαν εύκολα και άμεσα ειδήμονες και μη. Ευνούχος. Μπορεί να ευδοκιμήσει ως κόντρα τενόρος, όμως. Ματαίωση. Ούτε οι φωνητικές χορδές συνέβαλαν. Μια μπάσα κραυγή η αγωνία μου και σήμερα. Κι αφού φωνή δεν απέκτησα, έφτασα κρατώντας την εικόνα των γονιών μου στα χέρια να λέω: «Θα γεννηθώ ή θα είμαι το χαμένο, αγέννητο, εξαμβλωμένο παιδί της πάρωρης νιότης των γονιών μου;»