Κληρονομιά και παρακαταθήκη

[ Σπύρος Σιάτρας / Ελλάδα / 30.03.20 ]

Στην κηδεία του Χρόνη, ήσουν από εκείνους που πρόλαβαν και μπήκαν στο εκκλησάκι να τον χαιρετήσουν τελευταία φορά. Πρόλαβες και τον βρήκες πριν φύγει. Έστω και για λίγες ώρες. Κι αυτό ήταν χρέος μεγάλο. Είχες λουφάξει σε μια γωνιά, στριμωγμένος ανάμεσα σε ανθρώπους που έκλαιγαν βουβά. Αρκετοί οι γνωστοί. Λόγω του έργου τους αλλά κυρίως για το τι είχαν τραβήξει στη ζωή τους. Οι περισσότεροι όμως, άγνωστοι. Γι’ αυτό και τόσο οικείοι. Μια οικογένεια, που θρηνούσαν όλοι μαζί βουβά.

Έκατσες λίγο, αλλά ένιωσες κάτι να σε σπρώχνει να βγεις έξω από το μικρό εκκλησάκι. Να προλάβουν να μπουν και να χαιρετήσουν κι άλλοι. Στην αδιάβατη μικρή πόρτα της εκκλησιάς, έμπαινε ο Μανώλης. Τον αναγνώρισες αμέσως. Μερικά δευτερόλεπτα επαφής. Στήθος με στήθος. Προσπαθούσες άτσαλα να μπεις μέσα στον τοίχο για να περάσει. Δεν υποχωρούν όμως εύκολα οι τοίχοι. Ούτε οι μέσα, ούτε οι έξω. Είχες αρχίσει καιρό τώρα να το μαθαίνεις. Κι όσο κι αν έσπρωχνες με την πλάτη, όσο κι αν προσπαθούσες, δεν χώραγε βελόνα. Σε κοίταξε στα μάτια. Σε είδε βουρκωμένο να ανταποδίδεις το βλέμμα με ένα λυπημένο κούνημα του κεφαλιού. Σαν αναγνώριση, σαν «πόσο λυπάμαι», σαν «κράτα εσύ, να αντέξουμε και οι υπόλοιποι», σαν «που πάτε μωρέ; Κι εμείς; …».

Τα διάβασε όλα στα μάτια σου. Δεν χρειάστηκε να ειπωθούν λόγια. Άπλωσε το ροζιασμένο χέρι και σου έσφιξε το μπράτσο. Τόσο, μα τόσο δυνατά! Του αγκάλιασες τα χέρια. Που ήσουν άγνωστος. Ένας ακόμα. Και σε ξανάσφιξε.

Και προχώρησε ο μπροστινός, βγήκες από το εκκλησάκι, άναψες τσιγάρο και ο κόσμος προσπαθούσε ακόμη να μπει. Κι ακόμη προσπαθεί. Κι αν έκλαψες την εφηβεία σου όταν κατέβαινε το φέρετρο του Χρόνη στο χώμα, κι αν έκλαψες πολύ περισσότερο από όσο έκλαψες όταν έφυγε ο πατέρας σου έξι μήνες μετά, τώρα που έφυγε κι ο Μανώλης δεν θα κλάψεις.

Επειδή το νιώσιμο χωρίς κουβέντες, το σφίξιμο στο μπράτσο και το βλέμμα με τα βουρκωμένα μάτια, είναι ακριβώς σαν τις κουβέντες του Χρόνη. Κληρονομιά και παρακαταθήκη. Μην κλάψεις λοιπόν. Να έχεις μνήμη…