Ο Καρλ Γκούσταβ Γιούνγκ, ο εισηγητής της σχολής της αναλυτικής ψυχολογίας, γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1875 στο Κέσβιλ της Ελβετίας από σχετικά φτωχή και δίχως ιδιαίτερη μόρφωση οικογένεια. Γιος ιερέα, βίωσε αρκετές ταραχές, εσωτερικές και εξωτερικές, κατά την παιδική του ηλικία, με αποτέλεσμα στα δώδεκά του να υποφέρει από νεύρωση και κρίσεις λιποθυμίας. Από μικρή ηλικία άρχισε μαθήματα λατινικών και πολύ γρήγορα επέδειξε ιδιαίτερη έφεση στην εκμάθηση γλωσσών, φτάνοντας να γίνει γνώστης πολλών σύγχρονων ευρωπαϊκών όσο και αρχαίων, συμπεριλαμβανομένης και της σανσκριτικής. Τελείωσε το Ανθρωπιστικό Γυμνάσιο της Βασιλείας κάτω από μεγάλη πίεση και Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας κάτω από άσχημες οικονομικές συνθήκες.
Ψυχώσεις, πειράματα και μεταφυσική
Τον Ιούλιο του 1900, ολοκληρώνοντας τις ιατρικές του σπουδές, αποφάσισε να γίνει ψυχίατρος και ξεκίνησε ως βοηθός του Ευγένιου Μπλέλερ, διευθυντή του Νοσοκομείου Μπουργχόλζλι. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την ψύχωση και αφιερώθηκε στην ανακάλυψη του αληθινού πυρήνα που βρίσκεται πίσω από κάθε ταραγμένη ψυχή. Πέρασε μισό χρόνο πίσω από τους τοίχους του ασύλου ψυχασθενών, προκειμένου να «συνηθίσει την ατμόσφαιρα». Απορροφήθηκε από την έρευνα της ψυχωσικής συμπεριφοράς και του λόγου και εξερεύνησε τα πρωτόγονα λεκτικά σχήματα και τις στερεότυπες χειρονομίες των ασθενών. Οι έρευνες αυτές ήταν το έναυσμα για την διαμόρφωση της μεθόδου λεκτικού συνειρμού. Η πρώτη δημοσιευμένη του εργασία: Πάνω στη Ψυχολογία καιτην Παθολογία των αποκαλούμενων Απόκρυφων Φαινομένων αποτέλεσε τη βάση για τη διδακτορική του διατριβή. Το υλικό του ήταν εν μέρει βασισμένο στις παρατηρήσεις που έκανε στην ξαδέλφη του, Έλεν Πράσβερκ, η οποία ισχυριζόταν ότι διέθετε υπερφυσικές ικανότητες.
Το ενδιαφέρον του εκείνη την εποχή κέρδισαν τα συγχρονιστικά φαινόμενα. Αποτέλεσμα της έρευνάς του υπήρξε το Συγχρονικότητα: Μια μη αιτιατή συνεκτική αρχή, που εκδόθηκε μαζί με ένα δοκίμιο του Βόφγκανγκ Πάουλι, μια θεωρία που εφάρμοσε για την ερμηνεία των αποκαλούμενων μαντικών μεθόδων. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με τον σινολόγο Ρίχαρντ Βίλχελμ, με τον οποίο συζητούσε τους πειραματισμούς του πάνω στο Ι Τσινγκ. «Η ζωή, γεμάτη από παραλογισμό, με έμαθε να μην απορρίπτω τίποτε», έγραφε, «ακόμη και αν κάτι πηγαίνει εντελώς αντίθετα με όλες τις θεωρίες μας».
Η γνωριμία με τον Φρόιντ
Η έρευνα του Γιούνγκ πάνω στη σχιζοφρένεια, Η Ψυχολογία της Πρώιμης Άνοιας, τον οδήγησε στη συνεργασία με τον Φρόιντ. Οι δυο άνδρες συναντήθηκαν πρώτη φορά το 1907 και μίλησαν περίπου για δεκατρείς ώρες. «Τον βρήκα υπερβολικά έξυπνο, επιτήδειο και γενικά αξιοπρόσεκτο», έγραψε για τον Φρόιντ. Αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο φαίνεται πως ήταν το έργο του Φρόιντ πάνω στην Ερμηνεία των Ονείρων, το οποίο θεωρούσε την πληρέστερη προσπάθεια που έγινε για να κατακτηθεί το αίνιγμα της ασυνείδητης ψυχής πάνω στο φαινομενικά στέρεο έδαφος του εμπειρισμού. Η φιλία τους δεν κράτησε πολύ. Το 1913 αποχώρησε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρία που είχαν ιδρύσει μαζί. Συγκεκριμένα, η δημοσίευση του έργου του Γιούνγκ Μεταμορφώσεις και Σύμβολα της Λίμπιντο οδήγησε στην οριστική ρήξη της σχέσης τους, μια ρήξη η οποία είχε ξεκινήσει από τις προσωπικές τους διαφωνίες πάνω σε θέματα σεξουαλικότητας και ερμηνείας των ονείρων αλλά και πάνω σε διαφορές τους ως προς το θέμα της θρησκείας.
Ο Γιούνγκ έγραφε σε ένα γράμμα προς τον Φρόιντ: «αν ποτέ απαλλαχθείς εντελώς από τα συμπλέγματα σου και πάψεις να παίζεις τον πατέρα προς τους γιους, και αντί να στοχεύεις διαρκώς προς τα αδύναμα σημεία τους, κοιτάξεις επιτέλους προς τον εαυτό σου, τότε θα φτιάξω τους τρόπους μου και θα ξεριζώσω το ελάττωμα να σκέφτομαι αμφιθυμικά για εσένα». Αντίθετα από τον Φρόιντ, ο οποίος μετά τη ρήξη απέφευγε να αναφέρει το όνομά του, ο Γιούνγκ δεν θέλησε να χαράξει μια απόλυτα διαχωριστική γραμμή στους καρπούς της σχέσης τους και έτσι τα έργα και οι επιστολές του είναι γεμάτες αναφορές στο έργο του δασκάλου του.
Περί ασυνείδητου
Οι αναζητήσεις του έπειτα από τη ρήξη του με τον Φρόιντ, διαμόρφωσαν τις θεωρίες του για το ασυνείδητο. Αναζήτησε μια έγκυρη ψυχολογική βάση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους ασθενείς του. Πειραματίστηκε με τον εαυτό του, σταμάτησε να διδάσκει και απομονώθηκε, προσπαθώντας να κατανοήσει τις φαντασιώσεις και άλλα ατομικά του περιεχόμενα. Το πείραμά του αυτό κράτησε αρκετά χρόνια. Από το εσωτερικό ταξίδι αυτό επέστρεψε αναγεννημένος, κουβαλώντας μαζί του ένα ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραψε τις εμπειρίες και τους συλλογισμούς του, μέσα από μια σειρά από δυναμικές δικές του ζωγραφιές, εμπνευσμένες από τα οράματα που είχε και την ενεργητική φαντασία, ένα είδος αυτοματισμού της σκέψης. Αυτό ήταν το περίφημο Κόκκινο Βιβλίο, που ο ίδιος κράτησε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για περισσότερο από μισό αιώνα.
Με τον όρο ασυνείδητο ο Γιούνγκ εννοούσε εκείνη την περιοχή του αγνώστου στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ασυνείδητο είναι ό,τι συνειδητοποιούμε και το έχουμε ξεχάσει, ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή, όλα τα μελλοντικά πράγματα που παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση. Πέραν αυτών στο ασυνείδητο περιλαμβάνονται απωθημένες οδυνηρές σκέψεις και συναισθήματα. Ονόμασε το σύνολο αυτών των περιεχομένων ατομικό ασυνείδητο, αλλά αναγνώρισε ιδιότητες που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά αλλά τις κληρονομεί από μια βαθύτερη και ευρύτερη επικράτεια την οποία ονόμασε συλλογικό ασυνείδητο. Τα ένστικτα και τα αρχέτυπα είναι εκείνα που διαμορφώνουν το συλλογικό ασυνείδητο και παρουσιάζουν μια κανονικότητα στην εμφάνισή τους.
Οι έννοιες του συλλογικού ασυνειδήτου και των αρχετύπων τον οδήγησαν στη διερεύνηση δυτικών και ανατολικών θρησκειών, των μύθων και της αλχημείας. Ταξίδευε διαρκώς σε όλο τον κόσμο από το Μεξικό έως τις Ινδίες. Όπως ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Έσσε από τους οποίους δέχτηκε πολλές επιδράσεις, θεωρούσε ότι η ανατολίτικη σοφία ήταν γεμάτη θησαυρούς. Έγινε μανιώδης συλλέκτης αλχημικών έργων με αποτέλεσμα τα αλχημικά κείμενα να καταλάβουν το μεγαλύτερο κομμάτι της εξαιρετικά μεγάλης βιβλιοθήκης του. Στο έργο του η Ψυχολογία της Μεταβίβασης σχολίασε εκτεταμένα το Rosarium Philosophorum, (Το κομποσχοίνι των φιλοσόφων), ένα από τα δοκίμια του Artis Auriferae.
Η έρευνα του τον οδήγησε στον Παράκελσο, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα, καθώς τον θεωρούσε πρωτοπόρο πνεύμα και ιατρό της εποχής του. Για τον Γιούνγκ ο Παράκελσος είχε τη γνώση και τη δυνατότητα να βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα πέρα από το φυσικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τον ψυχικό παράγοντα, μέσω της θεωρίας του για την ψυχικά ζωογονημένη ύλη.
Η τεχνική της ενεργητικής φαντασίας
Η εμπειρία του κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με το ασυνείδητο τον οδήγησε στην ανάπτυξη της δικής του ψυχαναλυτικής πρακτικής, την τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Ουσιαστικά η διαδικασία της συνειδητοποίησης των εικόνων είναι το γενικό αποτέλεσμα της ερμηνείας των ονείρων, αλλά μπορεί να αγγίξει βαθύτερες όψεις του εαυτού, μέσω της ενεργητικής φαντασίας.
Η ενεργητική φαντασία ξεκινά τη θεραπεία μιας νεύρωσης, χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στη συνείδηση και τα περιεχόμενα του ασυνείδητου. Οι εικόνες του ασυνείδητου είναι αυτοαπεικονίσεις διαδικασιών της ψυχικής ζωής, που μπορούν να απελευθερωθούν από την παράλυση και την παθητικότητα μέσω του δημιουργικού οραματισμού. Όλα τα παραπάνω βέβαια απαιτούν μια εξατομικευμένη μεταχείριση για κάθε διαφορετικό ασθενή. Φαίνεται πως ο Γιούνγκ δεν πίστευε σε γενικές μεθόδους θεραπείας, καθώς θεωρούσε ότι για κάθε άτομο αποδίδει μόνον η ατομική κατανόηση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «Όποιος θέλει να γνωρίσει την ανθρώπινη ψυχή, να αποχαιρετήσει τις μελέτες του και να περιπλανηθεί στον κόσμο με ανοικτή καρδιά. Στη φρίκη των φυλακών, στα ψυχιατρικά άσυλα και τα νοσοκομεία, στις σκοτεινές ταβέρνες των προαστίων, στα πορνεία και τα χαρτοπαικτικά καταγώγια, στα κοσμικά σαλόνια, στο χρηματιστήριο, στις σοσιαλιστικές συγκεντρώσεις, στις εκκλησίες, μέσα από την αγάπη και το μίσος, την εμπειρία των παθών κάθε μορφής στο δικό του σώμα, θα δρέψει πλουσιότερες σοδειές γνώσης από αυτές που μπορούν να του προσφέρουν τα βιβλία και θα γνωρίσει πώς να συμπεριφέρεται ως γιατρός στον ασθενή, με αληθινή γνώση της ανθρώπινης ψυχής».
Ο Γιούνγκ πέθανε σε ηλικία 86 ετών στο σπίτι του στο Κίσναχτ. Άφησε πίσω του ένα τεράστιο συγγραφικό έργο 300 τόμων και περίπου 100 άρθρων, ενώ παράλληλα άνοιξε νέους δρόμους παρατήρησης και έρευνας για την ανθρώπινη ψυχή.
Πηγές: https://el.wikipedia.org, http://cgjung.gr/, http://www.cgjungpage.org/,
http://www.simplypsychology.org/carl-jung.html