«Καλώς… απλά καλώς»

[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 09.08.20 ]

Μάντευα κάθε φορά ποιος, τι, πώς. Αναρωτιόμουν και μάλιστα μερικές φορές έφτανα σε υψηλά επίπεδα ανάλυσης και σκέψης. Άδικα κατέτρωγα σάρκες, μιας και όλα έβαιναν εκ προοιμίου καλώς. Καλώς έπαιρνα και στο σχολείο. Μήτε πολύ καλώς μήτε μετρίως.

Πολλές μαντεψιές μου πήγαιναν στράφι. Κονταροχτυπιόμουν Δον Κιχώτης σ’ αλώνια άσπαρτα.

Κι άμα ξυπνήσω καμιά μέρα; Ποιος θα παραβγεί; Κανείς. Θα έχουμε όλοι ένα «αἰέν ἀριστεύειν» να κραδαίνει πάνω μας.

Εγώ και ο άλλος, ο έκτυπός μου, απόψε πέσαμε στο πεδίο της μάχης. «Ααα τον αρχείο!» θα πούμε. Λίγος μέσα σε όλα τα «έχει» του.

Θέλει πολλές φουρτούνες για να έχει ο νους να ξαποσταίνει κάποτε. Είναι της μοίρας τους γραφτό ορισμένων. Κάθε μικρός θάνατος σε σπρώχνει κι ένα βήμα παραπέρα.

Για να απλωθείς, για να ανοίξεις τα χρώματά σου, να θάλλεις, δε φτάνουν των άλλων τα χάδια. Οι μεγαλύτεροι παιδεμοί είναι της ψυχής σου τα ανταριάσματα.

Όταν όμως κάποτε το πρώτο βλεφάρισμα της μέρας σού δώσει δύναμη, φτάνεις ψηλά στον ουρανό. Αναπαμό βρίσκεις στα χέρια πρώτα της ψυχής σου.

Αν τα καλώς του τότε δε γίνουν μπράβο της ψυχής, κανείς ποτέ δε θα σε γαληνέψει. Όσο κι αν το σαρκίο σου ωριμάζει δε συγχρονίζεται το μέσα σου απαραίτητα. Βαραίνει, ραθυμεί, φυραίνει κάποτε.

Κι έρχεται και η στιγμή που λες: «Και τα καλώς που μου είπανε, μήτε πολύ καλώς μήτε μετρίως, ήταν αυτά που ήξεραν να μου πουν.» Ας είναι! Τώρα εγώ και ο άλλος, ο έκτυπός μου, παλεύουμε.  Ακόμη παλεύουμε. Κάποτε νικώ. Νίκες μικρές. Μα νικώ. Άλλοτε πάλι βαραίνει πιο πολύ η ραθυμία. Ένας κύκλος ατέρμονης πορείας τα πισωγυρίσματα.

Και φτάνει η ώρα εσύ να δώσεις τον δρόμο, την πορεία, τον προσανατολισμό. Σε κοιτά ασκαρδαμυκτί μια εύπλαστη ύλη, το αγίνωτο που θέλει να πάρει μορφή. Αναρωτιέσαι αν μπορείς. Με αυτή την απορία πορεύεσαι.

Μεγάλη η ανάγκη η ανάγκη της συμπόρευσης. Θεός, άνθρωπος, ιδέα…. κάτι πρέπει να σε οιστρηλατήσει. Μόνο αυτό που ηδονίζει βαθιά το είναι σου μπορεί να κάνει το πρώτο βλεφάρισμα της μέρας να φτάνεις ουρανούς.

Τα αγγίξανε τα σύννεφα πολλοί και διάφοροι, μόλις αναδεύτηκε εντός τους η ανάγκη της συμπόρευσης. Ήταν τότε που τα όρια του εντός γίνανε πελάγη και χώρεσαν το άλλο με όλα τα ασύμβατα και τα τρωτά. Δικά μου, δικά σου αδιάφορο. Η πολυχρωμία ετούτη είναι που σε πλουτίζει.

Άλλωστε, ποιος τον ξεπέρασε τον χρόνο; Όποιος εντός του άφησε να ευδοκιμήσει ο σπόρος της συμπόρευσης. Πρώτα με εσένα. Πάντα πρώτα με εσένα.