Όταν μικρά παιδιά πεθαίνουν από πείνα και χολέρα τον 21ο αιώνα, όταν η ευαισθησία διαρκεί μέχρι να κλείσουν τα φώτα της τηλεόρασης, όταν το «τώρα» συγκλονίζει πυρπολώντας φυλές στην Αμαζονία, την ίδια τη ζωή στον πλανήτη, πώς μπορεί άραγε κάποιος να γράφει λογοτεχνία αναθυμούμενος κάποιους προσωπικούς τριγμούς από τις ψυχολογικές του τρεμούλες; Αν αυτό δεν είναι ακραία αυτοαναφορικότητα, τότε τι είναι; Η συγκίνηση είναι συν-κίνηση. Η «αυτοσυγκίνηση», ο αυτοερεθισμός, αυτός ο παραριπισμός του νου, είναι ακύρωση της συγκίνησης.
Ο Ε. Σαΐντ απορούσε γιατί ελάχιστοι «μεγάλοι» λογοτέχνες πραγματεύονται τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά γεγονότα, όπως είναι η αποικιοκρατία, η μετανάστευση, η φτώχεια. Ο Σαΐντ μέμφονταν τους «ειδήμονες» και την «ειδημοσύνη» που έχει καταστεί μία υπηρεσία πωλούμενη στην κεντρική εξουσία, συνιστώντας την «προδοσία των διανοουμένων» (trahison des clercs-Ζυλιέν Μπεντά) που βασίζεται στη «μη παρέμβαση». «Λέμε στους φοιτητές μας» επισημαίνει ο Σαΐντ, «ότι υπερασπιζόμαστε την κλασική παιδεία, τις αρετές μιας φιλελεύθερης εκπαίδευσης και τις πολύτιμες απολαύσεις της λογοτεχνίας ακόμη και όταν παραμένουμε αδρανείς (ίσως και ανίκανοι) σε ό,τι αφορά τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο (…) οι ανθρωπιστές και οι διανοούμενοι αποδέχονται την ιδέα ότι κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο πολιτιστικός κόσμος χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης..»(Η κριτικής της κριτικής κριτικής). Δεν είναι τυχαίο ότι η καθαρή κειμενικότητα και η μη παρεμβατική κριτική συμπίπτει με την περίοδο του ρεΐγκανισμού και εξελίχθηκε σε μία επιτηδευμένη ειδική γλώσσα της οποίας η πολυπλοκότητα συσκοτίζει την κοινωνική πραγματικότητα... ΓΧΠ