Η πολιτική σκέψη του Λέοντα Τολστόι
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 28.08.17 ]Σαν σήμερα 28 Αυγούστου (1828) γεννήθηκε ο Τολστόι, ο μέγας Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής.
Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Θεωρούσε αμάρτημα να είναι κανείς ιδιοκτήτης γης ενώ οι αγρότες λιμοκτονούν, καθώς και το να βάζει τους άλλους να δουλεύουν για λογαριασμό του επειδή αυτός είναι πλούσιος ενώ οι άλλοι όχι. Γι’ αυτό ιδρύει στην Γιάσναγια Πολυάνα ένα σχολείο για παιδιά και μεγάλους, όπου διδάσκει ο ίδιος με δικές του παιδαγωγικές μεθόδους. Εκεί θα εκδώσει ένα παιδαγωγικό περιοδικό και, εμπνευσμένος από τον Ρουσώ, θα εφαρμόσει ένα σύστημα μόρφωσης απαλλαγμένο από τη στείρα πειθαρχία και τον εκπαιδευτικό καταναγκασμό.
Ο Τρότσκι γράφει για αυτόν το 1908: «Πετάει μακριά του κάθε έγνοια για πλουτισμό και φοράει χωριάτικα ρούχα, πράγμα που συμβολίζει γι’ αυτόν την απάρνηση του πολιτισμού... Όμως τι θαύματα μεταμόρφωσης δε δημιουργεί η μεγαλοφυΐα! Από την ανεπεξέργαστη ύλη κείνης της άχρωμης χαμοζωής, βγάζει στο φως της μέρας όλη την κρυφή ομορφιά της. Με γαλήνη ολύμπια, μιαν πραγματική ομηρική αγάπη για τα πνευματικά του τέκνα, αφιερώνει σε όλους και σε όλα την προσοχή του: ο αρχιστράτηγος, οι υπηρέτες του αρχοντικού κτήματος, το άλογο του απλού στρατιώτη, η κορούλα του κόμητα, ο μουζίκος, ο τσάρος, η ψείρα μέσα στο πουκάμισο του στρατιώτη, ο παλιός φραμασόνος, κανένας τους δεν έχει προνόμιο μπροστά του και καθένας παίρνει το μερτικό του. Βήμα το βήμα, πινελιά την πινελιά, φτιάχνει ένα τεράστιο πίνακα, που όλα τα μέρη του συνδέονται μαζί από έναν εσωτερικό, αδιάλυτο δεσμό.
Ο Τολστόι δημιουργεί χωρίς να βιάζεται, όπως η ίδια η ζωή που ξετυλίγει μπροστά μας. Εφτά φορές ξαναδουλεύει απ’ την αρχή ολόκληρο το βιβλίο του! Κείνο που ξαφνιάζει πιο πολύ σ’ αυτή την τιτάνια δημιουργική εργασία είναι ίσως το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν επιτρέπει ούτε στον εαυτό του ούτε στον αναγνώστη να δώσει τη συμπάθεια του σ’ αυτό ή σε εκείνο από τα πρόσωπα του. Ποτέ δε μας επιδείχνει τους ήρωες του, όπως το κάνει ο Τουργκένιεβ, που δεν αγαπάει άλλωστε, μέσα σ’ ένα φωτισμό από βεγγαλικά ή στην αστραψιά του μαγνησίου, ποτέ δεν αναζητά γι’ αυτούς πλεονεκτική πόζα. Δεν κρύβει τίποτα και δεν αποσιωπά τίποτα. Ο Τολστόι περιγράφει την πνευματική ζωή των ηρώων του το ίδιο όπως και τον τρόπο της διαβίωσης τους: ήρεμα, αβίαστα, χωρίς να επισπεύδει την εσωτερική ροή των αισθημάτων τους, των σκέψεων τους και των συζητήσεων τους. Δε βιάζεται ποτέ και δε φτάνει ποτέ πάρα πολύ αργά. Ρίχνει το σπόρο στο χωράφι και περιμένει ήσυχα, σαν φρόνιμος καλλιεργητής, να πεταχτεί το κοτσάνι και το στάχυ έξω από το χώμα, από μια φυσική διεργασία.
Μπορούμε να συνοψίσουμε στις ακόλουθες κύριες θέσεις την κοινωνική φιλοσοφία του Τολστόι:
1 Τη σκλαβιά των ανθρώπων δεν την καθορίζουν κοινωνιολογικοί νόμοι με σιδερένια αναγκαιότητα, μα νομικοί κανονισμοί καθιερωμένοι αυθαίρετα απ’ αυτούς.
2 Η νεότερη δουλεία είναι το επακόλουθο τριών νομικών κανονισμών, που αφορούν τη γη, τους φόρους και την ιδιοκτησία.
3 Όχι μόνο η ρωσική κυβέρνηση μα οποιαδήποτε κυβέρνηση είναι θεσμός που έχει για σκοπό να διαπράττει ατιμώρητα τα πιο φριχτά εγκλήματα, με τη βοήθεια της κρατικής εξουσίας.
4 Η πραγματική κοινωνική βελτίωση θα επιτευχθεί αποκλειστικά και μόνο με την ηθική και θρησκευτική τελειοποίηση του ατόμου.
5 Για ν’ απαλλαγούμε από τις κυβερνήσεις δεν είναι αναγκαίο να τις πολεμήσουμε με μέσα εξωτερικά, φτάνει να μην πάρουμε μέρος σ’ αυτές και να μην τις υποστηρίξουμε. Ιδίως, δεν πρέπει:
α) Να δεχτούμε τις υποχρεώσεις του στρατιώτη, του στρατηγού, του υπουργού,
β) Να πληρώνουμε θεληματικά στην κυβέρνηση φόρους άμεσους ή έμμεσους.
γ) Να χρησιμοποιούμε τις κυβερνητικές υπηρεσίες ή να ζητάμε οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια απ’ την κυβέρνηση.
δ) Να προστατεύουμε την ατομική ιδιοκτησία μας με οποιοδήποτε μέτρο της κρατικής εξουσίας.
Αν παραμερίσουμε απ’ αυτό το σχήμα το σημείο που αφορά την ηθική και θρησκευτική τελειοποίηση του ατόμου, που ολοφάνερα πιάνει θέση ξεχωριστή, έχουμε ένα πρόγραμμα αναρχικό αρκετά ολοκληρωμένο. Κατά πρώτο λόγο, έχουμε μια καθαρά μηχανική αντίληψη της κοινωνίας σα να είναι το προϊόν κακής νομικής διαρρύθμισης. Έπειτα, την τυπική άρνηση του κράτους και της πολιτικής γενικά και, τέλος, σαν μέθοδο πάλης, τη γενική απεργία και το μποϋκοτάζ, την ανταρσία των σταυρωμένων χεριών. Αν αποκλείσουμε την ηθικοθρησκευτική θέση, αποκλείουμε πραγματικά το μόνο νεύρο που συνδέει όλο αυτό το ορθολογιστικό οικοδόμημα με το δημιουργό του, δηλαδή την ψυχή του Τολστόι. Γι’ αυτόν, σύμφωνα με όλους τους όρους της δίκης του εξέλιξης και της δίκης του κατάστασης, το χρέος δε συνίσταται στην αντικατάσταση του καπιταλιστικού καθεστώτος από την «κομμουνιστική» αναρχία, μα στην «υπεράσπιση» του καθεστώτος της χωρικής κοινότητας από κάθε «εξωτερική» διαταρακτική επίδραση. Στο «ναροντνιτσέστβό» του όπως και στον «αναρχισμό» του ο Τολστόι αντιπροσωπεύει τη συντηρητικο–αγροτική αρχή.
Όπως ο πρωτόγονος ελευθεροτεκτονισμός, που λογάριαζε ν’ αποκαταστήσει και να ενισχύσει με ιδεολογικά μέσα την παλιά συντεχνιακή ηθική της αλληλοβοήθειας, που είχε γίνει ερείπια κάτω από τα χτυπήματα της οικονομικής εξέλιξης, έτσι κι ο Τολστόι θάθελε ν’ αναστήσει με τη δύναμη της ηθικοθρησκευτικής ιδέας τον πρωτόγονο τρόπο ζωής που βασίζεται στους όρους της φυσικής οικονομίας. Έτσι γίνεται ένας συντηρητικο-αναρχικός. Η οικουμενική πάλη ανάμεσα στους δυο αντίθετους κόσμους: τον αστικό κόσμο και το σοσιαλιστικό κόσμο, που από την έκβαση της εξαρτιέται η τύχη της ίδιας της ανθρωπότητας, δεν υπάρχει για τον Τολστόι.
Ο σοσιαλισμός έμεινε πάντα γι’ αυτόν απλή παραλλαγή, που λίγο τον ενδιαφέρει, του φιλελευθερισμού. Στα μάτια του ο Μαρξ και ο Μπαστιά είναι οι εκπρόσωποι μιας και της ίδιας «ψεύτικης αρχής»: της καπιταλιστικής κουλτούρας, του εργάτη δίχως γη, του κρατικού καταναγκασμού. Η ανθρωπότητα, μια κι έχει μπει σε στραβό δρόμο, λίγο ενδιαφέρει αν αυτή θα προχωρήσει περισσότερο ή λιγότερο σ’ αυτό το δρόμο.
«Το κακό, λέει ο Τολστόι, πρέπει να ξεριζωθεί αμέσως, και γι’ αυτό φτάνει να το αναγνωρίσουμε σαν κακό». Όλα τα ηθικά συναισθήματα, που συνδέουν ιστορικά τους ανθρώπους τον ένα με τον άλλο, καθώς και όλες οι ηθικοθρησκευτικές μυθοπλασίες που έχουν βγει απ’ αυτούς τους δεσμούς, καταντάνε οι πιο αφηρημένες εντολές της αγάπης, της έκστασης και της μη αντίστασης στο κακό, και καθώς αυτές οι εντολές έχουν απογυμνωθεί από κάθε ιστορικό περιεχόμενο και κατά συνέπεια από οποιοδήποτε περιεχόμενο, του φαίνονται κατάλληλες για όλους τους καιρούς και για όλους τους λαούς…
Κι αν δε συμπαθεί τους επαναστατικούς μας σκοπούς, ξέρουμε πως είναι γιατί η ιστορία του αρνήθηκε κάθε κατανόηση των δρόμων της. Δε θα τον καταδικάσουμε γι’ αυτό. Και θα θαυμάζουμε πάντα σ’ αυτόν όχι μόνο τη μεγαλοφυΐα, που θα ζήσει όσο κι η ίδια η τέχνη, μα και το αδάμαστο ηθικό θάρρος που δεν του επέτρεψε να παραμείνει στους κόλπους της υποκριτικής Εκκλησίας του, της Κοινωνίας του και του Κράτους του και τον καταδίκασε να μένει απομονωμένος ανάμεσα στους αμέτρητους θαυμαστές του».
Τις αντιλήψεις του για τη θρησκεία, την ενεργό δύναμη της αγάπης, τις έννοιες του δικαίου, του κράτους, της ιδιοκτησίας, ο Τολστόι τις εκθέτει σε μια σειρά από βιβλία όπως: «Κριτική της δογματικής Θεολογίας» (1880), «Μια εξομολόγηση» (1882) , «Σε τι συνίσταται η πίστη μου» (1884), «Λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε» (1885-86), «Η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας» (1891-1893), «Πώς να διαβάζεται το ευαγγέλιο και που βρίσκεται η ουσία του» 1896, «Η χριστιανική διδασκαλία» (1897), «Το μέγα αμάρτημα» (1905), «Δεν μπορώ να σιωπήσω» (1908) etc..
Η αντιφατικότητα της ιδεολογίας του μεγάλου συγγραφέα ήταν η αιτία να δεχτεί από τη μια, τη μαρξιστική κριτική και από την άλλη να αφορίζεται από την εκκλησία, ενώ, ακόμη και σήμερα, τον διεκδικούν ως πνευματικό τους πρόγονο, ένα ευρύ, όσο και ανομοιογενές φάσμα διαφόρων ιδεολογιών, από τους μεταφυσικούς έως τους αναρχικούς. Ωστόσο ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης ρίχνει ακόμη τη βαριά του σκιά – αξεπέραστο μέτρο σύγκρισης – στη λογοτεχνική περιπέτεια του καιρού μας. Τον δρόμο της ζωής του ο Τολστόι τον διέτρεξε με αγάπη, ευαισθησία και σπάνιο ταλέντο. Γι αυτό και έμεινε αθάνατος.
Η απόφαση που πήρε από το 1888 να μοιράσει τα κτήματά του στους χωρικούς προκάλεσε βαθύτατη ρήξη στις σχέσεις του με την οικογένειά του. Συνέπειά της ήταν να εγκαταλείψει το σπίτι του και να πεθάνει μόνος από πνευμονία στις 7 Νοεμβρίου 1910 στο σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο… Αλλά, όπως έλεγε ο Καντ οι έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι διανοητικά κατασκευάσματα του ανθρώπου κι ο Τολστόι συνεχίζει να ζει σε όλους τους τόπους και όσο υπάρχουν άνθρωποι στη γη. Ίδιος άγρυπνος, ακούραστος, ενοχικός στα νιάτα του, γέροντας που πάσχιζε να βρει τον τρόπο να σώσει, να κατανοήσει και να αναπαραστήσει τον κόσμο, ποιητής της συμπόνιας.