Η περούκα
[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 11.08.17 ]
Τις γνώριζε καιρό. Από τις πρώτες «πελάτισσες», στην πόλη που πρωτοάνοιξε το ιατρείο του. Για την ακρίβεια γνώριζε την Μερόπη, τη μορφωμένη. Η Τασία, ήταν ο «αφανής ήρως» της ιστορίας, ο –ας πούμε κομπάρσος-. Μέχρι το θάνατο της αδερφής της. Έκτοτε μονοπώλησε αυτή. Εκ των πραγμάτων βέβαια, αλλά ο γιατρός σκεφτόταν κιόλας και «λόγω ελευθέρου πεδίου».
Eρχόταν λοιπόν η Μερόπη, συνταξιούχος δημοσιοϋπάλληλος, στη Νομαρχία παρακαλώ, τότε που οι θέσεις αυτές μετρούσαν πολύ, έστω και ως… πολιτικό ένσημο. Θεούσα, ευπρεπής, η φούστα μεσογόνατα, πουκαμισάκι τσάκιση, μαλλί άψογο, τσουτσουρωτό, να μην ξεφεύγει τρίχα! Αυτό το μαλλί-καπέλο, καπελαδούρα για την ακρίβεια, είχε εντυπωσιάσει το γιατρό, αφενός μεν για τον υπερυψωμένο όγκο του, αφετέρου για την απαράλλακτη εμφάνισή του οπουδήποτε κι αν τύχαινε να συναντήσει τις δυο αδερφές. Και καθώς το σπίτι του βρισκόταν κοντά στο δικό τους, οι συναντήσεις ήταν πολλές.
Η εικόνα με τις δυο τους μαζί δεν ήταν βέβαια η πιο συχνή. Συνήθως τις συναντούσε μια-μια, σπάνια ντουέτο. Αυτό το τελευταίο, γινόταν κάθε Κυριακή πρωί, ο ντόκτορ νωρίς-νωρίς για το καφεδάκι του, τα κορίτσια, αντάμα για τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα! Και καθώς είχε εξασκηθεί, στην ηθολογικού τύπου παρατήρηση, η εικόνα με τις δυο τους τον βοηθούσε να βγάλει κάποια συμπεράσματα. Η Μερόπη προπορευόταν πάντα μια ιδέα, ένα τόσο δα, ίσια που το πρόσεχε κάποιος. Καμαρωτή-καμαρωτή κι ευθυτενής το μαλλί στην πένα -είπαμε-, καλοσιδερωμένη, γοβίτσα όσο πρέπει ανασηκωτή, τριζάτη. Και ήταν σα να φώναζε με την παρουσία της «Είμαι του Δημοσίου! Είμαι του Δημοσίου! Δεν είμαι όποια κι’ όποια!»
Σε απόσταση αναπνοής η Τασία, ένα αντίγραφο -η ομοιότητα των δυο αδερφών ήταν καταπληκτική!-, κάπως δεύτερο όμως, σα να λέμε παρακατιανό. Μαλλί χτενισμένο, αλλά άβαφο και απεριποίητο, ντύσιμο κατηχητικού μεν αλλά δευτεροκλασάτο, παπουτσάκι ίσιο, ανεπιτήδευτο. Και βάδισμα ελαφρά καμπουριαστό κι ατσούμπαλο που στην τάση του να είναι βιαστικό, επανέρχονταν αυτόματα στη θέση του, κάθε που ξεπερνούσε τον αγέρωχο βηματισμό της αδερφής της! «Είμαι αδερφή της δημοσίου αποδώ, αλλά ούτε του δημοτικού, μόνο του σπιτιού!» Έμοιαζε να δηλώνει με τον τρόπο της.
Συνήθως λοιπόν και για τα θέματα υγείας τους καθάριζε η… αρμόδια, δηλαδή η Μερόπη. Έμοιαζε σαν τα του οίκου τους, να είχαν μοιρασθεί με ένα τρόπο που προσδιόριζε αυστηρά τον ρόλο της καθεμίας τους!
Η Μερόπη ωστόσο, παρ’ όλη την επιτήδευσή της, είχε μια φυσική ευγένεια που δεν είχε να κάνει με την περιβόητη θέση της στο δημόσιο. Και όταν μιλούσε για την αδερφή της, το έκανε με έναν τρόπο, που εκδήλωνε τη συμπάθεια και την αγάπη της ακόμη. Αυτά ο ντόκτορ, ήξερε να τα ξεχωρίζει, όλα κι’ όλα! «Γιατρέ μου είμαστε οι δυο μας, κι ένας αδερφός ακόμα, με πολύ καλή θέση στην Αθήνα σε υπουργείο! Αυτός έκανε την οικογένειά του εκεί. Εμείς δυστυχώς μείναμε ανύπαντρες. Δεν μας πειράζει όμως! Καλά περνάμε. Έχουμε τη σύνταξή μου, την εκκλησία μας τις εκδρομούλες μας. Η Τασία είναι άφταστη νοικοκυρά. Μπορεί να πήγε μόνο δυο τάξεις στο Δημοτικό, -δεν τα ’παιρνε τα γράμματα-, αλλά τα καταφέρνει μια χαρά! Έχουμε τα καυγαδάκια μας αλλά είμαστε αγαπημένες».
Την άποψη της Τασίας για την Μερόπη, δεν την είχε μάθει βέβαια ο γιατρός, απλά την υποψιαζόταν.
Ένα βράδυ, λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από την Τασία. Για πρώτη φορά μιλούσε μαζί της, αν και αρχικά μπέρδεψε τη φωνή της, τόσο η χροιά της έμοιαζε της αδερφής της! Στη συνέχεια βέβαια το άξεστο, σχεδόν αγενές της μιλιάς της την διαχώρισε αυτόματα. «Να ’ρθεις να τηνε δεις! Αρρώστησε! Βρήκε την ώρα! Εκτός κι αν είναι από τα συνηθισμένα της …γκαγκούλια που έκανε από μικρή! Πού να ξέρω ’γω; Αγράμματος άνθρωπος είμαι!». Το τελευταίο το τόνισε με μια ελαφριά ειρωνεία, που όμως δεν έμεινε απαρατήρητη στο γιατρό.
Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε το πηγαινέλα του, στο σπίτι τους. Η Μερόπη ακόμη και ξαπλωμένη, κυρία! Και το μαλλί, φουντωτό, ατσαλάκωτο, αδιάφορο λες στην ταλαιπωρία της. Η Τασία, ανασκουμπωμένη, ευκίνητη με μια μόνιμα βρεγμένη μπροστοποδιά, γυρόφερνε στο φτωχικό τους, έμοιαζε να εκτελεί αόρατες εντολές. Και η ομιλία ασταμάτητη. Υπήρχε πάντα κάτι να δηλώσει, να υποδηλώσει, να σχολιάσει. Και το σημαντικότερο όλων, -κατά το γιατρό-, το βλέμμα προς την αδερφή! Μοχθηρό, δεν θα το έλεγε. Χαιρέκακο όμως οπωσδήποτε! Φορές-φορές, είχε την εντύπωση, της σφήκας γύρω από το ψοφίμι που αιμορραγούσε. Έτοιμη να δώσει μια τσιμπιά στη σάρκα. Ωστόσο οι περιποιήσεις ήταν άψογες, έστω και δοσμένες με αυτόν τον περίεργα σαδιστικό τρόπο! Ναι, αυτή ήταν η σωστή λέξη! Σαδισμός. Απέναντι σε κάποιον που επιτέλους ήρθε μια θέση χαμηλότερα.
Ίσως και πολλές θέσεις. Γιατί αυτή η αρρώστια, δεν ήταν παίξε-γέλασε, Ήταν η αρχή του τέλους για τη δύστυχη Μερόπη.
………………………………………………………………….
Η τελευταία πράξη παίχτηκε ένα απόγευμα, λίγο πριν η Μερόπη χαιρετίσει. Η κατάστασή της είχε πάρει το δρόμο τον ανεπίστρεπτο. Κι όταν ο γιατρός ξεκίνησε με δική του πρωτοβουλία να τη δει, καθώς κι ένα κακό προαίσθημα τον είχε ζώσει, παραξενευόταν που γυρόφερνε στο μυαλό του μια περίεργη ιδέα: «Να είναι άραγε στην πένα η κόμμωση ακόμη και τώρα;! Στα τελευταία!!»
Ήταν Αύγουστος θυμάται, στα ξεβγάλματα. Με το μελτεμάκι του, ζεστό κι ανήσυχο. Σαν τη ψυχή που ετοιμάζεται…. Κοντοστάθηκε στην αυλή, ύστερα το πήρε απόφαση. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, η Τασία φαίνεται είχε αυτή τη φορά παραβλέψει τους γύφτους που γυρόφερναν ζητιανιά. Ίσως πάλι, να είχε βάλλει μπουγάδα και να την άφησε ανοιχτή επίτηδες για ν’ ακούει τη Μερόπη, αν γύρευε κάτι.
Εκεί την είδε. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν αυτή, ή αυτό που είχε απομείνει από το θάνατό της. Δεν ήταν το αποστεωμένο πρόσωπο, ή μύτη αφάνταστα μεγάλη και σουβλερή, τα στεγνά ολόχλωμα χείλη! Το κεφάλι! Θυμήθηκε τα μαθήματα ανατομίας στο δεύτερο έτος της σχολής, το πρόπλασμα του σκελετού, που τον βοηθούσε να μάθει… Ένα γυμνό, γυαλιστερό κρανίο!
Και τότε ακούστηκε διαπεραστική η φωνή της Τασίας: «Συφορά! Πώς ήρθες απροειδοποίηγα μωρέ! Δεν πρόλαβα να την σενιαρίσω τη χτικιάρα, στάκα δυο λεπτά, μην προχωράς παραμέσα!».
Υπάκουσε στη διαταγή, σχεδόν υπνωτισμένος. Κι αν δεν του το επέτρεπε η Τασία, δεν θα ’μπαινε ποτέ παραμέσα. «Έλα μπες τώρα!», του επέτρεψε σε λίγο.
Όχι δεν είχε πεθάνει η Μερόπη. Εξαντλημένη, αλλά ζωντανή, στηριγμένη σε ολόφρεσκα αστραφτερά μαξιλάρια τον παρατηρούσε κιόλας. Ένα ελαφρό διακριτικό ρουζ, έβαφε τα μαρμάρινα μάγουλά της. Και η κόμμωση, καμαρωτή, ατσαλάκωτη στην πένα, σχεδόν του χαμογελούσε κι’ αυτή!
Άθελά του ανταπέδωσε! Και για πρώτη φορά, άκουγε τα λόγια της Τασίας σχεδόν με μια περίεργη ευχαρίστηση. Απευθυνόταν στην αδερφή της, κι’ ήταν σαν να τη μάλωνε. Με έναν τρόπο όμως ήπιο, σχεδόν τρυφερό.
«Άμα δεν ήμουνα και ’γω μωρή χτικιάρα να σε κουλαντρίσω! Σ’ έχω βασίλισσα, δεν πιστεύω να παραπονεύεσαι! Και κοκκινάδι στο μάγουλο, και την περούκα χτενισμένη, σένια! Γιατί είσαι του Δημοσίου εσύ, όχι όποια κι όποια!»
Ο γιατρός θα ’παιρνε όρκο πως καμία μα καμία ειρωνεία δεν υπήρχε στην τελευταία της κουβέντα.