Η περιέργεια και ο «άλλος»
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 28.10.18 ]Στη μεσαιωνική θεολογία, η περιέργεια ήταν μια από τις κύριες αιτίες αμαρτίας: το ενδιαφέρον για κάθε είδος λεπτομέρειας αποσπούσε την προσοχή από την απόλυτη και μονομερή συγκέντρωση που έπρεπε να επιφυλάσσει στις αλήθειες της πίστης. Στη σύγχρονη εποχή, με τον θρίαμβο της εμπειρικής επιστήμης πάνω στις παλιές θρησκευτικές παραδόσεις, φτάσαμε στο αντίθετο άκρο: στην αδιάφορη συσσώρευση ειδήσεων, κενών σχέσεων και νοήματος, που αξίζουν μόνο επειδή «νέες». Έτσι, είμαστε σε θέση να ζούμε σε ένα σύμπαν στο οποίο δεν καταλαβαίνουμε τους νόμους, σε μια ιστορία που είναι μια απλή αλληλουχία γεγονότων∙ και μας φαίνεται ότι γνωρίζουμε όλο και περισσότερα κάθε φορά που προσθέτουμε έναν νέο κάτοικο στο ζωολογικό κήπο των στοιχειωδών μορίων ή ανακαλύπτουμε μια νέα αλληλογραφία ανάμεσα στον Άλφα και τον Βήτα. Η πιο εμφανής εκδήλωση αυτής της παράπλευρης κουλτούρας στη λαϊκή εμπειρία, είναι η τραγωδία του μαζικού τουρισμού: εκατομμύρια φρενήρη και καταϊδρωμένα άτομα που σπαταλούν τον ελεύθερο χρόνο τους, δηλαδή την πιο αυθεντική περίπτωση εμπλουτισμού τους, στην απέλπιδα και επιπλέον μάταιη αναζήτηση των πιο απροσδόκητων και «περίεργων» λεπτομερειών.
Χωρίς κανένα ενδοιασμό, είμαστε υπέρ ενός ανοίγματος που πραγματοποιείται από τον μοντερνισμό: σε έναν κόσμο που βασίζεται στην απόρριψη και την προκατάληψη, είναι πολύ εύκολο να βρεις το νόημα. Έτσι θαυμάζουμε τους επιστήμονες και τους εξερευνητές που είχαν το σθένος να κοιτάξουν πέρα από τον συνήθη ορίζοντα και να διευρύνουν τις δυνατότητές μας και την προοπτική μας. Βέβαια θεωρούμε απαραίτητη μια μορφή του μεσαιωνικού μοντέλου: την ιερότητα του άλλου. Για μας, δεν πρόκειται για έναν μοναδικό Άλλο με κεφαλαίο, αλλά για πολλαπλούς άλλους με τους οποίους εγκαθιδρύουμε μια ισοδύναμη και αντίστοιχη σχέση. Αυτοί οι άλλοι είναι κέντρα δραστηριοτήτων, συμμέτοχοι σε έναν διάλογο, και όχι συλλεκτικά αντικείμενα. Δεν μπαίνουν απλά στη σειρά, κάτω από το μάτι, ταυτόχρονα άγρυπνο και κενό, ενός παρατηρητή που ποτέ δεν δραστηριοποιείται και τους συμπεριφέρεται μόνον ως αφεντικό∙ καθένας από αυτούς, αντίθετα, αναρωτιέται για το δικό μας νόημα, μας ζητά να τον δικαιολογήσουμε, σκέφτεται το βαθμό συνείδησης που έχουμε. Για να εκφράσουμε όλα αυτά, προτιμούμε να μιλήσουμε για προσοχή∙ αλλά ακόμη και η περιέργεια μπορεί να απελευθερωθεί, αρκεί να την απογυμνώσουμε από κάθε στοιχείο αποξένωσης και αδιαφορίας. Αρκεί να είναι η περιέργεια στοργική με όποιον φέρνει στο φως τα μυστικά ενός αγαπητού προσώπου, και όχι εκείνη η τυραννική και άγονη με την οποία γίνεται κοινωνός ενός περιττού στατιστικού δεδομένου.