Η μέθοδος δοκιμής και πλάνης*
[ Θεόδωρος Χαμπίδης / Ελλάδα / 23.06.21 ]Φέρω ένα σχεδόν φυσικό τραύμα, αυτό της αμήχανης περπατησιάς. Καμιά φορά ο βηματισμός μου με βγάζει σε μέρη δύστοπα. Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω χρώματα και οσμές παρά τα γυαλιά μυωπίας και τα αποσυμφορητικά όσφρησης. Έτσι χάνω τον προσανατολισμό μου. Πρόσφατα με λύπη μου διέγνωσα ανεπάρκεια στην καρδιά. Ωστόσο, εντόπισα μια λύση που μού ‘δωσε τη δύναμη να ψάχνω ακόμη προορισμούς. Ένας βηματοδότης. Ρυθμίστηκα πλήρως. Η άρρυθμη καρδιά μου πάλλεται σε τακτά διαστήματα και πλέον δεν ανησυχώ για τα πριν και τα μετά. Παράλληλα, με συνταγή γιατρού πια αποφασίστηκε: «Απεταξάμην ενοχή και φόβο.» Στο εξής μόνη πληρότητα η τριβή του χρόνου και το ανέγγιχτο του χρόνου το πηγάδι, μια πορεία γραμμική δηλαδή. Προτείνεται λήθη και ενασχόληση μόνο με δερματικές παθήσεις. Τα υποδόρια έξωθεν. Η τακτικότητα των επισκέψεών μου στο γιατρό με οδήγησε στην εξάρτηση από τον αγαπημένο πλέον βηματοδότη μου κι έτσι εμπέδωσα ένα αίσθημα ασφάλειας. Οι πρώτες βόλτες, αυτές της νύχτας –ίσως το σκοτάδι δίνει ακόμη άλλοθι σε μικρολάθη–, μού επέτρεψαν να βρίσκω βηματισμούς νέους. Πλέον στα κόκκινα φανάρια μικρές δονήσεις μού δίνουν την αίσθηση του ρίσκου. Η εγρήγορσή μου μου επέτρεψε να αδιαφορώ για το πράσινο χρώμα των φαναριών λες και η φύση η ίδια μού έδειξε πως ό,τι γοητεύει είναι απαγορευμένο. Μια αυτορρύθμιση μου δίνει τη δυνατότητα να κατανοώ πως πλέον δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ευελιξία, για να προσαρμόζομαι σε συνθήκες συμφόρησης, ολισθηρότητας ή ελλιπούς πρόσφυσης. Κάποτε κάποτε αναρωτιέμαι αν χωρίς βηματοδότη η πορεία μπορεί να είναι ασφαλής. Η ασφάλεια, όμως, μου δίνει την απαραίτητη αίσθηση του μέτρου, για να μη δοκιμάζω άσκοπα και να ξοδεύω δυνάμεις. Διαολίζομαι βέβαια με την εξάρτηση, αλλά διώχνω συστηματικά τάσεις αποσκίρτησης. Άλλοτε, πάλι, σκέφτομαι πως μπορεί απλά και μόνο να μπορώ να αφήσω το αυτοκίνητο και να δοκιμάσω να κινηθώ με τα πόδια. Θα περπατήσω και - τι στο καλό; - αν κουραστώ θα ξαποστάσω. Μια δοκιμή, μία μόνο δοκιμή θα είναι αρκετή, λοιπόν, σκέφτομαι. Και ιδού. Η γείωσή μου μού έδωσε μια δύναμη που δε θα πίστευα ότι υπάρχει, πρωτόγνωρη. Τα πόδια μου θυμήθηκαν ότι μπορώ να συντονίσω τον μέσα με τον έξω ρυθμό, αυτόν του βηματοδότη. Έτσι, αναθαρρώντας αποπειράθηκα να ταχύνω το βήμα μου και με ορμή σκέφτηκα ακόμη και να τρέξω. Ο βηματοδότης μου αποσυντονίστηκε, κόκκινα φανάρια, κόρνες, φρεναρίσματα, φωνές, μολονότι όλα γύρω ένα κενό. Μόνο ένα παγκάκι στο πάρκο σε μια πλατεία και εκεί με έναν καθισμένο να είναι βυθισμένος στη ραστώνη της τρίτης ηλικίας. Κάθισα να ξαποστάσω και όσο βαριανάσαινα γύρισε και μου είπε: «Φεύγω. Τώρα που κατάλαβες ποιους παλμούς πρέπει να ακούς, κοίτα να τη σεβαστείς την καρδιά σου. Εγώ σε περίμενα. Δεν είχα άλλο από το να σε περιμένω, αλλά τώρα φεύγω.» Την ώρα που σηκωνόταν και ξεμάκραινε όσο ακόμη πάλευα να σταθεροποιήσω την ανάσα μου, γυρνά και μου λέει: «Θα πω και της μάνας σου ότι είσαι καλά, παιδί μου.» κι έφυγε.
*«Η μάθηση με δοκιμή και πλάνη» συνιστά τη βάση για τη θεωρία μάθησης του Thorndike (1879- 1949), βάσει της οποίας ο άνθρωπος κατακτά τη γνώση σταδιακά, ενώ όσο αυξάνεται ο αριθμός των δοκιμών ελαττώνεται ο χρόνος που απαιτείται για την επίτευξη της μάθησης.