Η ιδεολογική σημασία της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων

[ ARTI news / Ελλάδα / 16.01.24 ]

«Αν διαχωριστεί η γνώση από την κριτική σκέψη τότε ο άνθρωπος κινδυνεύει να γίνει δούλος των τεχνικών δημιουργημάτων του.» έλεγε η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ. Η θέση αυτή είναι κρίσιμη την εποχή της Τεχνικής Νοημοσύνης. Και γι’ αυτό, η ολιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην  εκπαίδευση και η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αποκτά τεράστια σημασία για την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας.

«Η όλη φιλοσοφία της κυβέρνησης είναι η σύνδεση εκπαίδευσης και αγοράς. Αλλά από τη στιγμή που το κριτήριο της γνώσης θα είναι συνδεδεμένο μόνο με την αγορά, τότε θα αποκτήσει χρησιμοθηρικό χαρακτήρα και θα απολέσει το κριτικό της στοιχείο. Γιατί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν θα είναι «Μη Κερδοσκοπικά» όπως διατείνεται η κυβέρνηση. Οι επιχειρηματίες που θα εμπλακούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα την αντιμετωπίσουν ως καπιταλιστικό εμπόρευμα με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Οι επιπτώσεις της νέας κατάστασης η κάθετη πτώση του επιπέδου σπουδών για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι: ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για την παιδεία και συγκεκριμένα για την ανώτατη παιδεία; Όσο αναφορά την τελευταία η άποψη που επικρατεί είναι «όσα ήταν να μάθουμε τα μάθαμε, τώρα το ζητούμενο είναι οι εφαρμογές των γνώσεων που έχουν ήδη αποκτηθεί». Και ο δεύτερος λόγος είναι: οι ιδιώτες δεν θα ιδρύσουν ιατρικές σχολές, ούτε πολυτεχνεία λόγω του μεγάλου κόστους που απαιτούν.

Συνέπεια πρώτη: πολλά και στη συνέχεια όλα τα τμήματα σπουδών ΑΕΙ στις επαρχιακές πόλεις θα κλείσουν και οι εργαζόμενοι σε αυτά θα απολυθούν. Οι περισσότεροι διδάσκοντες δεν είναι μόνιμοι και οι μόνιμοι δεν είναι ισόβιοι.

Συνέπεια δεύτερη: Όσοι δεν μπήκαν σε ΑΕΙ της Ελλάδας θα μπορούν να εγγραφούν τώρα καθώς και όσοι δεν κατάφεραν λόγω βαθμολογίας να εισαχθούν στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Συνέπεια τρίτη: όλοι αυτοί ενώ μέχρι τώρα δεν πλήρωναν από εδώ και πέρα θα πληρώνουν δίδακτρα αρκετά υψηλά. Με εξαίρεση τους πλούσιους οι οποίοι μπορεί να πλήρωναν και στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ. Εφεξής η θέση των δημοσίων πανεπιστημίων θα είναι δεινή, διότι η κυβέρνηση δεν προάγει μόνο την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά και τη λεγόμενη ¨οικονομική αυτοτέλεια¨ των δημοσίων ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το δημόσιο θα δίνει στα δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ελάχιστα για τους μισθούς των διδασκόντων και διοικητικών υπαλλήλων, προτρέποντάς τους τα υπόλοιπα να τα βρουν στην αγορά προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στις επιχειρήσεις. Ακόμη και αν το κάνουν, πράγμα που θα σημαίνει ότι αποκλίνουν από το σκοπό τους που είναι η επιστημονική έρευνα και η μετάδοσή της, δεν θα βρουν ποτέ αυτούς τους πόρους που τους λείπουν. Και αυτό γιατί κανένας επιχειρηματίας δε θα πληρώσει μια γνώση που είναι ίσως αύριο, μεθαύριο χρήσιμη για την επιχείρηση. Οι επιχειρήσεις πληρώνουν μόνο για πράγματα τα οποία μπορούν να εκμεταλλευθούν επικερδώς σήμερα Η ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων θα σημάνει, τουλάχιστον όσο αφορά την ανώτατη παιδεία ως δημόσιο αγαθό, την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου Πανεπιστημίου καθώς και τη μετατροπή του σε επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Ακόμη και όταν τα δημόσια Πανεπιστήμια επιβάλλουν δίδακτρα, πολλά τμήματα σπουδών που δεν θα πληρούν τα κριτήρια του επιχειρηματικού Πανεπιστημίου, που δεν θα φέρνουν δηλαδή χρήματα (και) από την αγορά θα αρχίσουν σιγά σιγά να συρρικνώνονται και να κλείνουν. Για το κεφάλαιο η ανώτατη εκπαίδευση είναι πλέον μια αγορά παροχής υπηρεσιών, όπως η δημόσια υγεία και η κοινωνική ασφάλιση. Μέχρι πρότινος η δημόσια υγεία, η κοινωνική ασφάλιση και η ανώτατη παιδεία ήταν δημόσια αγαθά. Τώρα πλέον το κεφάλαιο τα μετατρέπει με τη βοήθεια του κράτους σε καπιταλιστικά εμπορεύματα, δηλ σε υπηρεσίες, τις οποίες δεν προσφέρει ως δημόσια αγαθά το κράτος, αλλά τις προσφέρουν τώρα πλέον ως εμπορεύματα οι επιχειρηματίες με σκοπό την επίτευξη κέρδους.

 Το δημόσιο Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει την πολιτική εγκατάλειψης και τις μεγάλες θεσμικές παρεμβάσεις με τις οποίες οι πανεπιστημιακές σπουδές εκφυλίζονται σε υπηρεσίες κατάρτισης και εμπορευματοποιούνται (απαιτώντας «διασφάλιση ποιότητας» δηλαδή, τυποποίηση, πιστοποίηση και σήμα ποιότητας), ενώ οι φοιτητές αντιμετωπίζονται ως «πελάτες», σύμφωνα με τη «Διαδικασία της Μπολόνια».

Επομένως, τόσο η ιδεολογία όσο και το περιεχόμενο και το επίπεδο της γνωσιακής διαδικασίας καθορίζονται σε κάθε περίπτωση από τις συγκεκριμένες κοινωνικές (πρωτίστως) και (επακόλουθα) τεχνικές απαιτήσεις της εργασιακής (δηλαδή ταξικής) θέσης που θα καταλάβουν οι εκπαιδευόμενοι. Από την άποψη των παραπάνω αναλυτικών παραδοχών μπορεί να υποστηριχτεί και ότι: η γνωσιακή διαδικασία εντός του καπιταλισμού, όντας προσδιορισμένη από την ιδιαίτερη θέση των ταξικών φορέων στη διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής είναι διαδικασία αναπαραγωγική-κατανεμητική «σύμφωνα με τις απαιτήσεις της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας» και ταυτόχρονα ως τέτοια διαδικασία (αναπαραγωγική-κατανεμητική) είναι αναγκαία ιδεολογική…»

 

*Απόσπασμα: https://elocus.lib.uoc.gr//dlib/a/2/6/attached-metadata-dlib-1332141083-192842-30033/Elocus2013_20120209_Mpormpoudaki_Evaggelia_Mc.PDF