Η θρησκεία ανάμεσα στα άτομα και την κοινωνία
[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 01.10.16 ]Όταν, πριν από εκατόν είκοσι πέντε χρόνια, ο Νίτσε άρχιζε το τρίτο κεφάλαιο του περίφημου βιβλίου του Η χαρούμενη επιστήμη (1882) με τον θάνατο του Θεού, αυτή η δήλωση είχε τότε σ’ ολόκληρη την πνευματική τάξη της δύσης το αποτέλεσμα μιας ηλεκτρικής εκκένωσης. Ήταν πράγματι αδιανόητο να αποδεχτούν την πεποίθηση του φιλόσοφου σύμφωνα με την οποία ο Θεός είχε ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και, μόνον τότε, στα τέλη του 19ου αιώνα, ξαφνικά είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, γιατί λοιπόν τότε; Και ποιο ήταν το νόημα και η δύναμη αυτού του Θεού στην ανθρώπινη ιστορική συνείδηση, για να βρεθεί απ’ τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς ζωή; Ή μήπως στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ ένας Θεός, και το ανθρώπινο γένος επαφίεται στην υπεροχή της σκιάς του Θεού και τίποτε περισσότερο; Ίσως όμως, η φράση του φιλόσοφου θα πρέπει να ερμηνευτεί όχι σαν μια διαπίστωση –ο Θεός πέθανε- αλλά σαν μία πρόταση, μια προσμονή: θα ήταν καλύτερα ο Θεός, ή τουλάχιστον η ιδέα του Θεού, να μην επηρεάζει πια την ανθρώπινη συνείδηση, γιατί κάνει περισσότερο κακό παρά καλό, γιατί αποσπά τη συνείδηση από αυτό που είναι ο αυθεντικός προορισμός του ανθρώπου: να δημιουργεί τον εαυτό του, σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες.
Ο Νίτσε βέβαια έχει τους ερμηνευτές του, που είναι έτοιμοι να διαγκωνιστούν στην προσπάθεια να διακρίνουν το μυστικό που κρύβουν τα λόγια εκείνου που σίγουρα θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους του τέλους του 19ου αιώνα, και που εξακολουθεί να αναστατώνει πολλές ψυχές ακόμη και σήμερα, προξενώντας ανησυχίες στους ανθρώπους του πνεύματος. Βέβαια, στις αρχές του 20ου αιώνα, η ανθρωπότητα φάνηκε να είχε αποφασίσει ν’ ακούσει τη συμβουλή του Νίτσε και ήταν διατεθειμένη ν’ απελευθερωθεί από την εικόνα του Θεού, ν’ αφήσει τη θρησκεία στους δικούς της κανόνες, είτε ως ελεύθερη επιλογή, έκφραση πίστης στην επιστήμη, στη λογική και στην ελευθερία του ανθρώπου, είτε ως αυστηρή επιβολή του κομμουνισμού που όρισε τη θρησκεία ως «όπιο των λαών», ή του φασισμού, που μετέτρεψε έναν πνευματικό θεό σε σάρκα και οστά. Τώρα όμως, στις αρχές του 21ου αιώνα, βρισκόμαστε ξανά στην αρχή: αν ο Νίτσε δήλωνε σήμερα ότι ο Θεός πέθανε, αρκετοί επιφανείς διανοούμενοι, ακόμη και επιστήμονες, θα έβαζαν τα γέλια μ’ αυτή τη θέση και θα προσκαλούσαν τον φιλόσοφο να κοιτάξει γύρω του και να διαπιστώσει, προσωπικά, όχι μόνο το γεγονός ότι οι μεγάλες θρησκείες είναι ζωντανές και δραστήριες και ότι οι πιστοί δεν έχουν καμιά διάθεση να επαναπαυθούν στο θάνατο των θεών, αλλά, διαρκώς αυξάνονται σε αριθμό, παρά το γεγονός ότι οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες κατακτούν, κάθε μέρα που περνά, νέα πεδία στο κοσμικό και ανθρώπινο διάστημα.
Ο Χριστιανισμός στις διάφορες μορφές του, δεν είναι σίγουρα σε κατάσταση άμυνας, αντίθετα, παρατηρούμε μια διαδικασία εξάπλωσης και ενδυνάμωσης στην Ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία, όπου ανακαλύπτουν έναν αρχαϊκό χριστιανισμό που είχε μπει στο περιθώριο, και προσπαθούν να επανασυνδεθούν μ’ αυτές τις αξίες.
Στον εβραϊκό κόσμο, όσοι ακολουθούν την παράδοση, είναι όλο και περισσότεροι, και η ορθοδοξία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να οξύνει τον εξτρεμισμό της. Κι αυτοί που από τη φύση τους στρέφονται στον λαϊκισμό, δεν βρίσκουν άλλο τρόπο να διατηρήσουν τη εβραϊκή τους ταυτότητα από το να έχουν μια οποιαδήποτε επαφή με τον οίκο προσευχής και κάθε τι που συνδέεται με την πίστη.
Η σύγχρονη άνοδος του φονταμενταλισμού στις ισλαμικές χώρες, έχει αναλυθεί και μελετηθεί και διάφορες θεωρίες διατυπώνονται πάνω στο πρόβλημα. Οι μουσουλμάνοι είναι εξ ορισμού άνθρωποι της πίστης, και η συμβίωση ανάμεσα στο κράτος και τη θρησκεία αποτελεί μια σταθερά ακόμη και για τις περιόδους όπου το Ισλάμ παρουσιάζεται μετριοπαθές και διαλλακτικό.
Δεν γνωρίζω τις θρησκείες της ανατολής και δεν μπορώ να έχω άποψη γι’ αυτές, αλλά μου φαίνεται ότι η έντονη θρησκευτικότητα των Ιαπώνων αντιπροσώπευε πάντα ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς τους, και γι’ αυτό ανάμεσα στους πιο προηγμένους τεχνολόγους και τους πιο μεγάλους οικονομικούς παράγοντες της Ιαπωνίας, βρίσκονται βαθιά σκιρτήματα αυθεντικής θρησκευτικής πίστης.
Η σχέση ανάμεσα στις θρησκείες και τα άτομα στις κοινωνίες στις οποίες βρίσκονται να ζουν, έχει αλλάξει: στο χρόνο και στο χώρο. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό που αναπτύχθηκε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ή, για να κάνουμε ένα άλμα μερικών αιώνων, στον ισλαμικό κόσμο. Από μια στενή σχέση, σχεδόν ταύτισης, σε έναν πιο χαλαρό εναγκαλισμό, όπως στον δικό μας σύγχρονο δυτικό κόσμο. Πάντα όμως μια αμοιβαία προσφορά: η θρησκεία της εποχής προσφέρει στην κοινωνία και στα άτομα εγγυήσεις, ασφάλεια, σταθερότητα και η κοινωνία (ή το κράτος) προσφέρει σε αντάλλαγμα προστασία, μέσα, εργαλεία. Δούναι και λαβείν.
Μια αμοιβαία επίδραση, μια ανταλλαγή στην οποία δεν είναι εύκολο να καθορίσουμε ποιος από τους δύο πρωταγωνιστές προσφέρει και ποιος δέχεται. Γενικότερα, η προσφορά της θρησκείας στη διαμόρφωση της κοινωνίας είναι σημαντική, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία των κοινωνιών και των πολιτισμών. Καθόλου μικρότερη είναι και η προσφορά των κοινωνιών στις θρησκείες: τις μορφοποιούν, τις μεταλλάσσουν, τις αλλάζουν, ανεξάρτητα από την πρωταρχική τους μορφή. Οι θρησκείες δεν μπορούν να παραμένουν αδιάφορες στον τρόπο ζωής μιας κοινωνίας, στα ήθη και έθιμά της, στην κουλτούρα της, στις σχέσεις παραγωγής της.
Allez retour, λοιπόν. Είναι αυτό που συμβαίνει ακόμη και στις αρχές αυτής της τρίτης χιλιετίας της χριστιανικής εποχής. Το επιβεβαιώνει μια προσέγγιση της πιο κοντινής μας θρησκείας, του χριστιανισμού, στις διάφορες μορφές του και τους πιστούς του, ορθόδοξους, καθολικούς, ευαγγελιστές, διαμαρτυρόμενους. Αλλά το επιβεβαιώνει και μια ματιά στις άλλες θρησκείες.
Η θρησκεία –και ο ενικός ισχύει για όλες- αλλάζει όψη, εικόνα, ταυτότητα. Με λίγα λόγια, περνάμε από μια θρησκεία της αλήθειας σε μια θρησκεία της ευτυχίας. Ένα σταδιακό πέρασμα, πολλές φορές ανεπαίσθητο αλλά, αναμφίβολα, σημαντικό.
Ας δούμε όμως τα πράγματα πιο αναλυτικά. Ο κλασικός χριστιανισμός, εκείνος που διαμορφώθηκε στον δικό μας δυτικό κόσμο και τον έπλασσε, υπήρξε κυρίως η διδασκαλία μιας αλήθειας. Όχι απόλυτα, αλλά σημαντικά. Οι άλλες μορφές του μηνύματος προήλθαν πάντα από την αλήθεια. Μια αλήθεια σίγουρη, δογματική, σε τεχνικούς όρους, αποκαλυπτική. Έτσι είχαν τα πράγματα. Ένας δημιουργός, ο κόσμος που γεννήθηκε, μια μεταθανάτια ζωή. Μια διδασκαλία που αφορούσε κυρίως την «ύπαρξη», από την οποία προέρχεται, με αυστηρότητα λογικής, η «πράξη». Μια μεταφυσική, για να χρησιμοποιήσουμε τον κλασικό όρο που, τουλάχιστον μέχρι την κριτική του Καντ, συνόδευσε το θρησκευτικό μήνυμα, δίδοντας σιγουριά, διασφαλίζοντας το πρώτο επίπεδο της γνώσης. Από τη μεταφυσική στην ηθική το πέρασμα ήταν πολύ εύκολο.
Από τη θρησκεία –περίπου από όλες- δεν ζητάμε να μας πει την αλήθεια για τον άνθρωπο και τον κόσμο, αλλά να μας κάνει ευτυχισμένους. Ίσως, λιγότερο δυστυχισμένους, σ’ αυτή την «κοιλάδα των δακρύων».
Μπορούμε να το παρατηρήσουμε στην ίδια την αντίληψη για την προσευχή, κεντρική στιγμή της θρησκείας. Η ίδια η προσευχή δέχεται μια μετατόπιση: όχι πια ένας διάλογος με ένα υπέρτατο «ον» του οποίου ζητάμε την παρέμβαση, αλλά μια συνομιλία με το «εγώ» που αναζητά τη γαλήνη και την ειρήνευσή του.
Φυσικά, η προοπτική του «άλλου κόσμου» δεν εξαφανίζεται. Όμως απαλύνεται, γίνεται πιο χλωμή, όπως χλομιάζουν όλες οι αλήθειες των διάφορων «πιστεύω». Γίνεται όλο και πιο έντονος και άμεσος ο «εδώ κόσμος» για τον οποίο η κοινωνία ζητά βοήθεια από τη θρησκεία. Κυρίως μια κοινωνία που είναι αναγκασμένη να αποδεχτεί τα όριά της, τις αδυναμίες της και τις αποτυχίες της. Από την πολιτική στην υγεία, από την εκπαίδευση στη δημόσια ηθική. Μια κοινωνία όπως η δική μας, για την οποία οι «θαυμαστές τύχες και προοπτικές» του περασμένου αιώνα δεν είναι άλλο από μια χλωμή ανάμνηση. Η θρησκεία λοιπόν, σαν γιατρικό στην απογοήτευση και την έλλειψη κάθε ελπίδας.
Η θρησκεία δεν χάνει την κλασική συγγένειά της με τη μεταφυσική, μια συγγένεια χαρακτηριστική κυρίως του δυτικού χριστιανισμού, στη σκιά πρώτα της ελληνικής και αργότερα της σχολαστικής φιλοσοφίας. Δημιουργείται όμως κι ένας νέος εναγκαλισμός, εκείνος με την ψυχολογία, είτε στην ατομική είτε στην κοινωνική της μορφή. Η θρησκεία ως θεραπεία των ψυχολογικών και κοινωνικών κακών. Απλοποιώντας, ο ιερέας πλησιάζει όλο και περισσότερο τον ψυχολόγο –πολλές φορές και τον ψυχίατρο- και τον κοινωνικό λειτουργό. Και μου φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αυτή η προσέγγιση, χωρίς να μπούμε σε πρόχειρες εκτιμήσεις. Δεν είναι εύκολο να πούμε αν αυτή η μετατόπιση της θρησκείας προς το ψυχολογικό και κοινωνικό πεδίο, αντιπροσωπεύει μια παρέκκλιση ή, ίσως, μια επαλήθευση. Θα χρειαστεί αρκετός καιρός για να το πούμε με βεβαιότητα. Αλλά, στο μεταξύ, είναι δυνατή μια κάποια θεώρηση, έστω και προσωρινή. Κι αυτή, αφορά τις νέες δυνατότητες που προσφέρει στη θρησκεία αυτή η μετατόπιση. Μια ορμητική επιστροφή στο προσκήνιο, μετά από μια περίοδο αποκρυφισμού και έλλειψης κύρους, που θα μπορούσε να θεωρηθεί οριστική.
Η κοινωνία σήμερα έχει ανάγκη τη θρησκεία του ψυχολογικού και του κοινωνικού περιεχομένου, περισσότερο από τη θρησκεία που διδάσκει μιαν αλήθεια. Η σύγχρονη κοινωνία, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, είναι αναγκασμένη να αποποιείται τις αποτυχίες της και να δέχεται ευχαρίστως όποιον της προσφέρει κάποια θεραπεία, και επιπλέον με χαμηλό κόστος. Μια σιωπηρή συμφωνία, ή, αν προτιμάμε, η θρησκεία σαν ένα μεγάλο κοινωνικό αμορτισέρ. Κι αυτό δεν είναι κάτι καινούριο: καινούριοι είναι οι όροι της παλιάς σχέσης της θρησκείας με την κοινωνία.
Αυτή η νέα πρωταγωνιστική θέση προκαλεί όμως αμφιβολίες και αβεβαιότητες: πίσω από τη γωνία, η σκιά από παλιές και νέες ασάφειες που θα πρέπει να υπολογίσουμε. Η θρησκεία υφίσταται τις επιπτώσεις της επιτυχίας της. Ένα είδος αποσύνθεσης ή αποπροσανατολισμού: όχι τόσο από έξω, αλλά από μέσα η θρησκεία δέχεται μια αρνητική έκρηξη. Τίποτε δεν είναι όπως παλιά, όταν η διαβεβαίωση μιας αδιαφιλονίκητης αλήθειας κρατούσε στα πόδια ολόκληρο το οικοδόμημα, δίδοντας σταθερότητα και συνέπεια. Τώρα τα σύνορα περιπλέκονται: σύνορα ανάμεσα στην αλήθεια και το λάθος, κυρίως ανάμεσα στην ταυτότητα τη δική της και του άλλου.
Αυτό πιστεύω είναι το κρίσιμο σημείο: είναι αυτή η ταυτότητα που έρχεται να λείψει. Τόσο η ταυτότητα της θρησκείας που τώρα αναμιγνύεται με τα ήθη, την κουλτούρα, την ηθική, την οικονομία, την πολιτική, όσο η ταυτότητα της κάθε θρησκείας σε σχέση με τις άλλες.
Ένας νέος εναγκαλισμός λοιπόν, ανάμεσα στη θρησκεία και την κοινωνία. Μια νέα διαδρομή στη μακρά ιστορία της συνύπαρξης, καμιά φορά έμμεσης, πιο συχνά άμεσης. Η θρησκεία ξαναβρίσκει έναν κοινωνικό ρόλο, εκείνον που κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων φαινόταν ότι είχε χάσει. Ξαναβρίσκοντας αυτόν το ρόλο, η θρησκεία βρίσκεται με τα πόδια στη γη: ο ουρανός απομακρύνεται. Η κοινωνία δέχεται ευχαρίστως την υποστήριξη που της παρέχει η θρησκεία: περισσότερη τάξη, περισσότερη τιμιότητα, περισσότερη αλληλεγγύη. Από την πλευρά της, η θρησκεία δέχεται από την κοινωνία όλη την νομιμοποίηση, ακόμη και τη δημοσιότητα, που έχει ανάγκη. Ο ιερέας ακόμη μια φορά, στην πρώτη γραμμή, αλλά δίπλα στο δήμαρχο, στο δάσκαλο, στο γιατρό και τον φαρμακοποιό: όχι ένα σκαλί παραπάνω.
Όλα φαινομενικά όπως παλιά, αλλά στην πραγματικότητα πολλά έχουν αλλάξει. Και για να παραφράσουμε τα λόγια του Ευαγγελιστή, «ν’ ανοίξουμε τ’ αφτιά μας και τα μάτια μας στα κελεύσματα των καιρών και να μην κρατήσουμε τα στόματά μας κλειστά».
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ