Η θλιμμένη μου γοργόνα

[ Μαρία Χατζηχριστοδούλου / Ελλάδα / 08.02.21 ]

Η γοργόνα μου έκλεισε πρόσφατα τα δεκαεφτά. Όταν τη ζωγράφισα ολόσωμη, καμβάς 1.50 / 80, ήταν δεν ήταν 10. Της έβαλα κι ένα κοχύλι στο χέρι να κρατά και την άφησα πάνω στον βράχο της να αγναντεύει, να περιμένει, να υποδέχεται και να αποχαιρετά τους επισκέπτες του σπιτιού μου. Μεγαλώνοντας έκανε τατουάζ στο σώμα και ανταύγειες ξανθές στα καστανά μακριά της μαλλιά και μια μέρα την είδα να τα στολίζει με κόκκινο ανοιχτό λουλούδι· της πήγαινε πολύ, την καμάρωσα σαν την κόρη μου —δεν είπα κουβέντα— την ίδια ηλικία έχουν πάνω κάτω.

Μερικές φορές την άκουγα στη σιωπή της νύχτας να παίζει με τα νερά γύρω από τo βράχο της, πλατσουρίζοντας την βαθυκόκκινη πελαγίσια της ουρά, μα έκανα πως δεν έβλεπα για να νιώθει άνετα. Σαν στο σπίτι της, κι ας είναι σε διαμέρισμα κι όχι στα νερά του νησιού μου απ’ όπου την έφερα ένα καλοκαίρι μαζί με τα πινέλα και τις μπογιές μου. Το κοχύλι μπουχώνα που της έβαλα στο χέρι το κρατά πάντα, μέρα νύχτα, δεν την πέτυχα ούτε στιγμή χωρίς αυτό.

Κάμποσο καιρό τώρα την έβλεπα θλιμμένη, συννεφιασμένη, σοβαρή, μια δυο νύχτες άκουσα κλάμα σιωπηλό κι όμως αντηχούσε πνιχτά μέσα από τον τοίχο, σαν κύμα βουβό που το νιώθεις να πηγαίνει και να ’ρχεται.

Χτες δεν άντεξα τον βουβό της θρήνο, θα είναι ερωτοχτυπημένη, σκέφτηκα, ή μήπως έχει πλαντάξει στο κάδρο 17 χρόνων κορίτσι...

Σηκώθηκα και ήρθα στο καθιστικό, πήρα καρέκλα, κάθισα σιωπηλή δίπλα της και περίμενα. Την κοίταζα, το όμορφο πρόσωπό της βουτηγμένο στη θλίψη, στάλες αρμυρές τα δάκρυά της έσταζαν από τα βαριά της ματόκλαδα, έσταζαν στο πάτωμα, γίνονταν αλάτι ασημένιο σαν αυτές τις νιφάδες που μαζεύονται στις γούβες των κάβων του νησιού.

Περίμενα, δεν ήξερα τι να πω, τι να ρωτήσω, πώς είναι να παρηγορείς μια δεκαεφτάχρονη γοργόνα, πού να το έχω μάθει; Μέσα στη σιωπή της νύχτας εκείνη έκλαιγε κι εγώ καθόμουν κοντά της. Ώσπου γύρισε και με κοίταξε με τα βαθιά της μάτια και είπε: «Δεν αντέχω άλλο... Δε θέλω άλλο να είμαι γοργόνα. Κάνε με κορίτσι να ζήσω στη στεριά. Άκου.» Κι άπλωσε το χέρι και μου ’δωσε το κοχύλι της.

Το πήρα και το ακούμπησα στο αυτί μου, όπως από παιδί έκανα, όπως κάθε παιδί που μεγαλώνει σε νησί ακούει τα κοχύλια γιατί έτσι μόνο μαθαίνει τα κρυφά μυστικά του βυθού και τις νότες των κυμάτων, τα τραγούδια των δελφινιών, τα παράπονα των βουτηχτάδων που χάθηκαν ψάχνοντας για σφουγγάρια και ξέμειναν σε βράχους σφηνωμένοι καλώντας τους συντρόφους τους, χωρίς ποτέ κανείς να τους ξαναβρεί.

Όλα αυτά τα είχα ξανακούσει, μα τώρα τρόμαξα.

Όχι, δεν ήταν τραγούδια αυτά δελφινιών, ούτε παράπονα, ούτε αχοί υπόγειων ρευμάτων, μα ήταν θρήνοι Νηρηίδων και κραυγές μανάδων και κλάματα παιδιών και ικεσίες και ουρλιαχτά πνιγμένων από βάρκες που βούλιαζαν στη μαύρη νύχτα. Τρόμαξα, ναι, δεν άντεχα να ακούσω άλλο. Έπεσε το κοχύλι μου και ράγισε, ράγισε και η καρδιά της γοργόνας μου.

Κι έμεινα να κλαίω μαζί της, ανήμπορη να δώσω μιαν απάντηση στην αγωνία της.

-Θα με κάνεις κορίτσι;

Πώς να της εξηγήσω ότι καλύτερα να μείνει εκεί, στο βράχο της, ποτέ να μη γίνει άνθρωπος, ποτέ να μη μάθει τι απογίνονται αυτοί που σώζονται, αυτοί που βγαίνουν από τις βάρκες στη στεριά, αυτοί που ζουν στα λασπόνερα, στο κρύο, στις σκηνές τις παγωμένες στο καταχείμωνο, παιδιά, μανάδες κι άντρες, στη γη της κόλασης κι ίσως εύχονται να ’χαν πνιγεί με τους δικούς τους κάπου στο Αιγαίο, να τους συντροφεύουν τα πλάσματα της θάλασσας.

Δεν της είπα τίποτα. Της σκούπισα τα δάκρυα, μάζεψα το αλάτι και πασπάλισα το βράχο με ασήμι, έσιαξα τις κυματιστές της μπούκλες. Της είπα μόνο: «Χρειάζονται νανούρισμα τα πνιγμένα παιδιά και παρηγοριά οι μανάδες και συ μονάχα μπορείς να το κάνεις αυτό. Θα ’σαι δυστυχισμένη στη στεριά κοριτσάκι μου. Θα σου διηγηθώ άλλη φορά ένα παραμύθι για μια μικρή γοργόνα που σαν έγινε άνθρωπος πέθανε από αγάπη». Δεν ξέρω αν με πίστεψε, μα δεν είπε τίποτα άλλο. Ζήτησε μόνο το ραγισμένο της κοχύλι πίσω και σώπασε κοιτώντας τον ορίζοντα, πέρα εκεί από όπου οι βάρκες έρχονται.

Σώπασα κι εγώ. Δεν ξέρω πότε κι αν θα μου ξαναμιλήσει η μικρή μου θλιμμένη γοργόνα μα καλύτερα να μείνει στο βράχο της, ανυποψίαστη για όσα συμβαίνουν στη στεριά.

*Επιμέλεια Νινέτας Πλυτά