Η δική μου έκθεση για την απανθρωπιά

[ Ειρήνη Παραδεισανού / Ελλάδα / 28.05.17 ]

.....................
Μου ζητάτε να γράψω παραδείγματα απανθρωπιάς του σύγχρονου ανθρώπου.

Είστε πραγματικά αστείοι. Αν δεν ήξερα πως από αυτό το ρημαδογραφτό κρίνονται τα χρόνια που ακολουθούν στη ζωή μου, θα σας έριχνα ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο. Μα τώρα ...που κάθομαι εδώ σ’ αυτήν την αίθουσα πνιγμού με μόνη προοπτική έξω χώρου την ιδρωμένη πλάτη του Γιώργου και τα συνθήματα στους τοίχους, είναι αλήθεια –το ομολογώ- έχω χάσει το χιούμορ μου.

Κι όμως το θέμα είναι βατό. Πολλά θα μπορούσα να γράψω.

Θα μιλούσα για τον άνθρωπο που σφίγγει τα δόντια του κάθε πρωί οδεύοντας στο χώρο εργασίας του… τον άνθρωπο που αισθάνεται σκλάβος, δέσμιος σε απάνθρωπα ωράρια με μισθό ολοένα και συρρικνούμενο, αναγκασμένος να σέρνεται πίσω από μια καθημερινότητα που τον αποστραγγίζει από κάθε χαρά. Κι όμως του λένε πως πρέπει να κάνει και το σταυρό του γιατί είναι -λέει- από τους τυχερούς.

Θα μιλούσα για τον άνεργο που αισθάνεται κάθε μέρα τη ζωή του να στερεύει, για τον φτωχό που σέρνεται στα συσσίτια για ένα πιάτο φαγητό, για τον χρήστη ναρκωτικών που σβήνει μέρα τη μέρα.

Θα μιλούσα για τον μετανάστη της διπλανής πόρτας που μεγαλώνει το παιδί του με το φόβο ριζωμένο στη ματιά του κι ακούει για τους άλλους τους λιγότερο τυχερούς, για ανθρώπους που δώσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στο δουλέμπορο, μπήκαν στο πλοιάριό του αναζητώντας μια έξοδο από την κόλαση και είδαν τη γυναίκα τους και το παιδί τους να πνίγεται εκεί μπροστά στα μάτια τους. Έπειτα τους βάλαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης να ευχαριστούν τους λιμενικούς που σώσαν τη ζωή τους.
Θα μιλούσα για τους ανθρώπους που ζουν στα στρατόπεδα κράτησης των μεταναστών σα ζώα.

Θα μιλούσα για τον άστεγο που πεθαίνει από το κρύο στο κέντρο της πόλης. Τον συζητάμε για μια ώρα, χύνουμε τα κροκοδείλια δάκρυά μας κι έπειτα πάλι ξεχνάμε.

Θα μιλούσα για τα παιδιά που χάσαν τη ζωή τους εκεί στα ορυχεία της Τουρκίας.

Θα μιλούσα για όλα αυτά. Έχω τον τρόπο να τα γράψω ωραία, μελοδραματικά, συγκινητικά.

Μα δε θέλω. Έχω απέναντί μου τον Χόλντεν Κώλφηλντ όλην αυτήν την ώρα και με κοιτά με βλέμμα πικραμένο και μου δείχνει τα χέρια του.

Το μόνο που θα ’θελα είναι να τον είχα τώρα δίπλα μου, να έπιανα το χέρι του και να σωπαίναμε παρέα.

 ( Το κείμενο αυτό είχε γραφτεί αυθόρμητα τρία χρόνια πριν, όταν διάβασα το θέμα έκθεσης που ζητούσε από τα παιδιά που δίναν πανελλαδικές να αναπτύξουν το θέμα της καταπάτησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και –το πιο υποκριτικό απ' όλα – να προτείνουν λύσεις. Κλείνουμε τα παιδιά μας σ' ένα τούνελ δίχως διέξοδο κι έπειτα τους ζητούμε να σκάψουν με χέρια γυμνά και δίχως νύχια τη μαύρη πέτρα και να βρουν το φως. Αφιερωμένο σε όλους αυτούς τους μαθητές που σωπαίνουν, όχι από δειλία αλλά από την επίγνωση ότι η ψευτιά τούς έχει ζώσει από παντού.)