Η γενιά του Λεξ, του i-phone και της πανδημίας

[ ARTI news / Ελλάδα / 08.07.22 ]

Αλεξάνδρα Κορωναίου*

Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις για τη νεολαία που συνήθως προσδιορίζουν τους λόγους για τους οποίους απευθύνονται σε αυτήν κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό, αν ξεχάσουμε ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής ομάδας στη σύγχρονη εποχή. Η νεολαία δεν είναι μια λέξη και δεν είναι πια αυτό που ήταν σε παλαιότερες δεκαετίες. Η λεγόμενη «i-Gen» (τα παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 1995 και 2012) βασανίζεται προσπαθώντας να προσδιορίσει την ταυτότητά της εν μέσω πολλαπλών κρίσεων.

Η πανδημία της Covid-19 δεν είναι παρά η κορφή του παγόβουνου. Η ένδεια, οι επισφαλείς απασχολήσεις, τα υποτιμημένα «ευέλικτα» πτυχία, η κλιματική και ενεργειακή απορρύθμιση είναι τα μεγάλα ζητήματα. Σε μια ποιοτική έρευνα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην ηλικιακή ομάδα 18-30 ετών στην περίοδο του πρώτου και δεύτερου κύματος της πανδημίας ανακαλύπτουμε τα αποτυπώματα πρωτόγνωρων εμπειριών μιας εποχής που είχαμε πιστέψει πως θα έμενε αλώβητη από μαζικές ασθένειες, πολέμους και αποκλεισμούς.

Η πανδημία αποτέλεσε μια τεράστια πρόκληση για τη σωματική, ψυχική και νοητική υγεία των νέων ανθρώπων. Με την επέλαση ακόμα ενός ορμητικού κύματος, οι πολιτικοί ιθύνοντες αλλά και ολόκληρη η κοινωνία καλούνται να εφεύρουν πιο αυθεντικούς και ρεαλιστικούς τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων. «Τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα, τα ακούσαμε. Χορτάσαμε» αναφέρει ένας νέος που στη διάρκεια της πανδημίας έχασε την προσωρινή εργασία του σε κάποια εταιρεία και συγχρόνως ένα αγαπημένο μέλος της οικογένειάς του. Μια διαταραγμένη καθημερινότητα αποκάλυψε βίαια τόσο τα εύθραυστα όρια του υγειονομικού μας συστήματος όσο και τα στενά όρια της κοινωνικής συνοχής, καθώς πολλές οικογένειες ήρθαν αντιμέτωπες, χωρίς καμία κρατική υποστήριξη, με δύσκολες και τραυματικές εμπειρίες, από την ενδοοικογενειακή βία μέχρι την αδυναμία των ασθενέστερων να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις ανάγκες. Κάποιες ζωές χάθηκαν. «Αδικα», όπως λέει μια νέα κοπέλα στην έρευνά μας.

Οι βαθύτερες επιθυμίες και τα όνειρα μια ολόκληρης γενιάς σημαδεύονται πια από ένα μετατραυματικό στρες που επιβαρύνει την ψυχική υγεία και την ευημερία παιδιών και νέων. Πρόσφατα δεδομένα της UNICEF δείχνουν ότι η ψυχοσυναισθηματική υγεία ενός στα πέντε παιδιά παγκοσμίως έχει επηρεαστεί άμεσα από την πανδημία. Στην έρευνά μας διαπιστώνουμε ότι η εργασία, η εκπαίδευση, ο ελεύθερος χρόνος συνοδεύονται από διαταραχές και υψηλό στρες για το οικογενειακό εισόδημα και την υγεία δημιουργώντας συναισθήματα φόβου, ματαίωσης και θυμού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή έκθεση «The State of the World's Children (2021)», στην οποία πάνω από το ένα τρίτο των ερωτηθέντων εκφράζουν φόβο ή άγχος. Προκύπτει έτσι μια άλλη πραγματικότητα σημαδεμένη από δυσάρεστα συναισθήματα που ενδέχεται να διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι νέοι στην έρευνά μας δηλώνουν ότι το πρώτο τους μέλημα δεν είναι να αλλάξουν τον κόσμο αλλά να τα βγάλουν πέρα με μια σκληρή καθημερινότητα, να έχουν σταθερή εργασία, μια δική τους στέγη, καλούς και έμπιστους φίλους και έναν ισορροπημένο ελεύθερο χρόνο.

Από αυτή τη σκοπιά, εντοπίζοντας περιεκτικά τα ουσιώδη, θα υποστήριζα ότι οι κοινωνικές πολιτικές για τη νεολαία θα πρέπει να έχουν διαρκώς κατά νου πως πίσω από τα γελαστά πρόσωπα πολλών νέων ανθρώπων υπάρχει μια συσσωρευμένη ήδη εμπειρία εξάντλησης και απογοήτευσης. Είναι τουλάχιστον προκλητικό, όπως λένε οι ίδιοι, να βλέπουν τη γενιά των σημερινών 70άρηδων να προσπαθεί να τους μοιάσει ή να τους μιμηθεί σε διάφορα επίπεδα. «Είναι ηλίθιο», μου αφηγείται μια κοπέλα 27 ετών, «να βλέπω μεγαλύτερους ανθρώπους να προσπαθούν να μας μοιάσουν. Κυριολεκτικά δεν ξέρουν τι ζούμε.

Και κατά βάθος δεν θα ήθελαν να ζουν αυτό που ζούμε». Τα χαμόγελα του πρωθυπουργού και της παρέας του, τα ευφυολογήματα για ολιστικούς τρόπους ζωής και η φρενίτιδα των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών δικτύων, που επιβάλλουν μια εικόνα «ευτυχιοκρατίας», δεν πείθουν πια κανέναν νέο μπροστά στη βιωμένη εμπειρία της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» που έχει την πικρή γεύση του φόβου, του θυμού, του εκνευρισμού, της απόγνωσης. Για τούτο στη δεύτερη περίοδο της καραντίνας οι νέοι αψήφησαν τα κυβερνητικά μέτρα. Ηθελαν να κυκλοφορήσουν, να συναντήσουν τους φίλους τους, να γευτούν ένα, έστω πικρό, κομματάκι ελευθερίας. Οχι από αδιαφορία για τη ζωή. Αλλά από παρόρμηση για τη ζωή, πάθος για τον ελεύθερο χρόνο, τον έρωτα, τον χορό, το ταξίδι, παράλληλα με τα μικρά ή μεγάλα δράματα της καθημερινής ζωής που πάντα κρύβονται σε κάποια σκοτεινή γωνιά της ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμα κι όταν είσαι νέος.

Με αυτή την έννοια, «αποκωδικοποιώντας» τις αφηγήσεις των νέων, θα έλεγα πως αν κάτι έχει σήμερα νόημα για την Αριστερά είναι να τους πείσει πως υπάρχει διέξοδος. Πως το μήνυμα δεν είναι να αγωνιζόμαστε μόνο «όλοι για έναν και ένας για όλους». Αλλά ότι αξίζει να κάνουμε την υπέρβαση, να αγγίξουμε εκείνο το δύσκολο «όλοι για όλους» που υπερασπίζεται ο γνωστός συγγραφέας Paul Auster. Αρκεί να το θέλουμε, να το επιλέξουμε και να το εκφράσουμε δυναμικά στην κάλπη και στη ζωή.

*καθηγήτριας Κοινωνιολογίας, πρώην κοσμήτορα Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: Efsyn