Η αέναη μήτρα
[ Κωνσταντίνα Παπακώστα / Ελλάδα / 18.11.21 ]Άλλες δυο βδομάδες καραντίνα. Αλλά κανένας δεν το πίστευε πια. Ούτε εκπλησσόταν, ούτε ανησυχούσε. Είχαν περάσει δυο χρόνια από την πρώτη φορά που τους είχαν κλείσει μέσα. Πρακτικά, ζούσαν μια διαρκή καραντίνα. Κάποιοι, δηλαδή, αυτοί που φρόντιζαν τον εαυτό τους, αυτοί που πίστευαν στον ιό. Γιατί αυτοί που δεν πίστευαν στην ύπαρξή του, είχαν βγει στην παρανομία. Ή έτσι ισχυρίζονταν, τουλάχιστον, έχοντας αυτοχριστεί πεφωτισμένοι πολέμιοι του καθεστώτος.
Η Φρόσω είχε καβατζάρει τα σαράντα. Ήταν η πρώτη πληροφορία που ερχόταν στο μυαλό και τα χείλη της όταν έπρεπε να συστηθεί – αλλά δεν έβγαινε. Ήταν, επίσης, το μόνιμο χαρακτηριστικό που την κατέτρεχε όταν έπρεπε να αυτοπροσδιοριστεί, δηλαδή συνέχεια. Μετά έρχονταν κι άλλα: ότι ήταν μόνη της, ότι η μήτρα της είχε μαραθεί και την κουβαλούσε κολλημένη πάνω της σαν άχρηστο σακί γεμάτο καταδικασμένες ελπίδες για την αναπαραγωγή του είδους που ξερνούσε με βία και αίμα το σώμα της κάθε σεληνιακό μήνα, ότι είχε αρχίσει να σαλτάρει που ζούσε σε αυτή τη γελοία μετα-αποκαλυπτική πραγματικότητα, η οποία δεν είχε καν την αίγλη και τη γκλαμουριά του Χόλιγουντ και την ανακουφιστική διάρκεια των δύο ωρών στην οθόνη, ότι αν της τελείωναν τα αντικαταθλιπτικά… αυτό το τελευταίο ήταν ζόρικη υπόθεση, γιατί δεν ήθελε καν να φανταστεί τι θα γινόταν αν της τελείωναν τα αντικαταθλιπτικά. Τα πράγματα είχαν πάει απλά σκατά. Όλα ήταν καλοστρωμένα στη ζωή της, καλοβαλμένα, ήταν όμορφη, είχε σπουδάσει, είχε παρέες, ενδιαφέροντα, είχε καταφέρει και είχε βρει δουλειά πολύ-πολύ μακριά από την πατρίδα της και έμενε στη Μητρόπολη, στο κέντρο. Κύματα ανακούφισης και αγαλλίασης την είχαν κατακλύσει όταν μονιμοποιήθηκε, έστω σε εκείνη την άχρωμη και άγευστη θέση του γραφιά με προοπτικές, κυρίως γιατί είχε αγκυροβολήσει σε ασφαλή απόσταση από τα δηλητηριώδη θέλγητρα της ασφάλειας του ελληνικού σπιρτόκουτου, της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας. Είχε γλιτώσει, το είχε σκάσει, από τη συντηρητική, πατριαρχική της φαμίλια, όπου η Μητέρα ήταν η κεντρική φιγούρα και έφτυνε χολή, μίσος και κακογλωσσιά σε κάθε φαΐ που έφτιαχνε και τους το τάιζε με αγάπη, ζυμωμένο με τα δάκρυα της δυστυχισμένης, ακυρωμένης ζωής της, για να της χρωστάνε τα παιδιά της τη δική τους τη ζωή, ώστε να εξαλειφθεί και η παραμικρότερη υποψία να ξεκολλήσουν από τα πλοκάμια της μήτρας της και να γευτούν, έστω κατά λάθος, έστω φευγαλέα, μια υποψία ευτυχίας.
Η Φρόσω, όμως, το είχε σκάσει. Τα είχε καταφέρει. Ήταν πολύ μακριά. Δεν επέστρεψε στην πλατωνική σπηλιά της μητρικής θαλπωρής ποτέ μετά τις σπουδές της – χα! Σου την έφερα, μάνα, είμαι πολύ μακριά, δε με φτάνεις! Βιάστηκε να χαρεί – χα! Σου την έφερα, Φρόσω, όσο μακριά και να πας δε γλιτώνεις, απάντησε η ζωή. Δεν έγινε κάτι συγκλονιστικό στην αρχή, απλά το πάρτι τελείωσε: τα ζευγάρια των φίλων της παντρεύτηκαν, οι φίλες σταμάτησαν να πίνουν και να καπνίζουν γιατί έμειναν έγκυες, κλείστηκαν στα σπίτια τους και αντάλλασαν επισκέψεις κατά τις οποίες μονολογούσαν εναλλάξ εξελισσόμενες εμπειρίες για μωρουδιακή διάρροια, μαθησιακές δυσκολίες, εφηβικό αυνανισμό και συνταγές για υγιεινά γεύματα που προαπαιτούσαν πολύωρη έρευνα σε βιολογικές λαϊκές και συνεντεύξεις με χασάπηδες, στην αναζήτηση αυτού που είχε τις πιο αλανιάρες, τις πιο αγνές και άξιες να φαγωθούν από τη δική τους Αγία Οικογένεια κότες. Και αυτή μεγάλωνε. Μόνη της, όπως αποδείχτηκε, όταν, σε μια έκρηξη καρμικού κλισέ, ο επί χρόνια αγαπημένος της αποκαλύφθηκε ότι διατηρούσε παράλληλη σχέση, την οποία και, τελικά, επέλεξε. Δεν την ένοιαξε και τόσο τη Φρόσω. Αγαπούσε τη ζωή, ήταν γλυκιά και ελπιδοφόρα. Αυτό που την τσάκισε ήταν τα λόγια μιας περαστικής γριάς, της είχε πιάσει την κουβέντα στο δρόμο, ενώ περίμενε μια φίλη της. Ήταν όμορφη εκείνη την ημέρα, το ένιωθε, από τον τρόπο που την κοιτούσαν, από τον τρόπο που φυσούσε ο αέρας τα μαλλιά της. Η γριά είχε σταθεί δίπλα της και τη ρώτησε ευθέως αν είναι σαράντα χρονών. Το βρήκε με τη μία. Ήλπιζε ότι φαινόταν νεότερη, έτσι της έλεγαν όλοι, ότι έμοιαζε τριανταπέντε. Τα σαράντα είναι το γήρας της νεότητος και η νεότητα του γήρατος, συνέχισε ακάθεκτη η άγνωστη. Κρακ. Η καρδιά και το ηθικό της τσακίστηκαν.
Και μετά έπεσε ο ιός. Η πανδημία. Ήταν, πλέον, όλα γνωστά. Στην αρχή πανικός, μετά αρνητές, λίγο αργότερα τα θύματα. Οι νεκροί. Κι ήταν πολλοί. Η φύση ξερνούσε το πλεόνασμα των ανθρώπινων πλασμάτων. Είχαν παραπληθύνει. Θυμόταν παιδικές εικόνες από το χωριό του πατέρα της, με τις αγελάδες που ανέχονταν στωικά τις μύγες να περπατάνε στο πετσί τους. Κάποια στιγμή, όταν μαζεύονταν πολλές, χτυπούσαν, υπομονετικά αλλά βίαια, την ουρά στο κορμί τους. Άλλες μύγες προλάβαιναν και πετούσαν μακριά, άλλες έπεφταν νεκρές στη λάσπη. Βέβαια, όταν είσαι η μύγα και ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε σκοτώσει η ουρά, ο ιός, η διάθεση θυμοσοφίας υποχωρεί.
Όμως αυτό που δεν άντεχε η ίδια δεν ήταν ο φόβος του θανάτου. Εδώ και χρόνια είχε αναπτύξει την προσωπική της φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία κάθε μέρα που ήταν ζωντανή ήταν μια νίκη κατά του θανάτου. Τον έβλεπε σαν κάτι φυσικό και αναπόφευκτο που δεν την τρόμαζε. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η απομόνωση. Μπορεί να είχε βιώσει το πλήγμα της απώλειας των φίλων της πρώτης νεότητας, αλλά είχε μια σχετικά κανονική κοινωνική ζωή. Αγαπούσε τους ανθρώπους, έπαιρνε δύναμη από αυτούς. Ωστόσο τώρα τους φοβόταν, μπορεί να ήταν φορείς του ιού, ασυμπτωματικοί, μπορεί να την κολλούσαν και να πέθαινε μόνη, να υπέφερε μόνη, αβοήθητη. Ακόμα δεν φοβόταν τον θάνατο ως κατάληξη, την τρόμαζε, όμως, η προοπτική του επώδυνου, μοναχικού θνήσκειν, της διαδικασίας της απώλειας της ζωής. Κι έτσι απέφευγε τους ανθρώπους. Είτε είχαν καραντίνα, είτε όχι. Αλλά υπέφερε. Ήταν δυστυχισμένη.
Και όσο έμενε μόνη, την κατέκλυζαν οι μαύρες σκέψεις. Όταν τέλειωναν όλα αυτά, όταν όλα επανέρχονταν σε αυτό που είχαν γνωρίσει ως φυσιολογικό, – γιατί ήταν σίγουρη ότι αυτό θα συνέβαινε, ήταν κομμάτι της κυκλικής πραγματικότητας της φυσικής αλληλουχίας – αυτή θα ήταν μεσήλικη. Θα ήταν σχεδόν γριά. Συνειδητοποιούσε ότι το μοντέλο της ζωής που είχε κατασκευάσει ασυνείδητα δεν ταίριαζε σε ηλικιωμένους. Θα τελείωνε οριστικά και η τελευταία καραντίνα και θα έβγαινε από το σπίτι της καρικατούρα, μια ηλικιωμένη, μισοσάπια κυρία με τα κρέατα να της κρέμονται, τα γεράνια στις γλάστρες και τη γάτα να κοιμάται στη βιβλιοθήκη.
Ώσπου μια μέρα ξύπνησε από το πιο καταπληκτικό όνειρο που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Η μήτρα της, λέει, έκρυβε μέσα της μια μικρογραφία του σύμπαντος: γαλαξίες και αστρικά συστήματα, μωβ, φούξια και κίτρινα χρώματα σε μαύρο φόντο. Σιγά-σιγά το εσωτερικό σύμπαν κατέκλυσε τον χώρο γύρω της και αυτή έπαψε να υπάρχει, το περιεχόμενο της μήτρας της ενώθηκε με το σύμπαν μέσα στο οποίο η ίδια ζούσε. Και δεν υπήρχε πια, η ύπαρξή της είχε ενωθεί με αυτό το σύμπαν το ενιαίο, το σώμα της δεν υπήρχε, γιατί υπήρχε μόνο η συνείδηση της ενότητας. Το είπε στο συνάδελφο στη δουλειά την άλλη μέρα. Ήταν τόσο συγκλονιστικό που δεν μπορούσε να το κρατήσει για τον εαυτό της. “Τι ψώνιο είσαι, φιλενάδα, βλέπεις στο ύπνο σου ότι είσαι το κέντρο του σύμπαντος”, της είχε απαντήσει περιπαιχτικά. Τίποτα δεν είχε καταλάβει. Λίγες εβδομάδες αργότερα, μέρες καραντίνας πάλι, χάζευε στο διαδίκτυο, άσκοπα, ανόητα, σπαταλώντας ηλίθια τον χρόνο της. Μέχρι που έπεσε σε σκόρπιες εικόνες από κάτι αντικείμενα που δεν ήξεραν ακριβώς τι ήταν στην αρχαιότητα. Τηγανόσχημα τα έλεγαν. Έμοιαζαν πράγματι με τηγάνια, αλλά το ζουμί ήταν στο μέρος που εμείς σήμερα θα περιγράφαμε ως το εξωτερικό του πάτου του τηγανιού. Εκεί ήταν χαραγμένες σπείρες, άστρα, η θάλασσα, ο ουρανός, ο κόσμος όλος. Και αντί για λαβή, το αρχαίο τηγάνι είχε δυο ποδαράκια, και, εκεί που αυτά ενώνονταν με το κυκλικό σώμα, τρεις εγχαράξεις σχημάτιζαν ένα αιδοίο. Έμεινε άναυδη να το κοιτάζει ώρα πολύ. Μέσα από τα πίξελ της οθόνης της, μέσα από την απεικόνιση πάνω στο πιο μόνιμο, ταπεινό και ανθεκτικό υλικό, τον πηλό, η προϊστορική αντίληψη της συμπαντικής ενότητας είχε ταξιδέψει στον χρόνο για να ενωθεί με το κάλεσμα της ζωής που εκφράστηκε ως όνειρό της. Ο κυκλαδίτης άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, είχε χαράξει στον νωπό άργιλο, εκατοντάδες χρόνια πριν τη βιώσει η ίδια, την ονειρική, συμπαντική εμπειρία της.
Ήταν αδύνατο να ερμηνεύσει αυτό που είχε μπροστά στα μάτια της, τι είχε συμβεί, τι ένιωθε. Η ζωή ήταν πιο δυνατή. Άνοιξε νέο αρχείο στο word και άρχισε να γράφει.