Εουτζένιο Μοντάλε: Η κιβωτός

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Κόσμος / 05.04.18 ]

Eugenio Montale

 Da “La bufera e altro” (1956)

 L’arca

 La tempesta di primavera ha sconvolto

l’ombrello del salice,

al turbine d’aprile

s`è impigliato nell’orto il velo d’oro

che nasconde i miei morti,

i miei cani fidati, le mie vecchie

serve – quanti da allora

(quando il salice era biondo e io ne stroncavo

le anella con la fionda) son calati,

vivi nel trabocchetto. La tempest

certo li riunirà sotto quell tetto

di prima, ma lontano, più lontano

di questa terra folgorata dove

bollono calce e sanguennell’impronta

del piede umano. Fuma il ramaiolo

in cucina, un suo tondo di riflessi

accentra i volti ossuti, i musi aguzzi

e li protégé in fondo la magnolia

se un soffio ve la getta. La tempest

primaverile scuote d’un latrato

di fedeltà la mi arca, o peruti.

 

Εουτζένιο Μονταλε

 Από «Η θύελλα και άλλα» (1956)

 Η κιβωτός

Η ανοιξιάτικη μπόρα αναστάτωσε

το σκιάδι της ιτιάς,

στην απριλιάτικη ταραχή

μπλέχτηκε στο περιβόλι το χρυσόμαλλο δέρας

που κρύβει τους νεκρούς μου,

τα πιστά μου σκυλιά, τις γριές

υπηρέτριές μου – πόσοι και πόσοι από τότε

(όταν η ιτιά ήτανε λιόξανθη κι εγώ της έσπαγα

με τη σφεντόνα μου τις μπούκλες) δεν πέσαν,

ζωντανοί, στην παγίδα. Η μπόρα

βέβαια θα τους μαζέψει πάλι κάτω από κείνη την πρωτινή

στέγη, μα πέρα, πιο πέρα από αυτή

την κατακεραυνωμένη γη, όπου

ασβέστι και αίμα βράζουν στο αποτύπωμα

του ανθρώπινου ποδιού. Αχνίζει το τσουκάλι

στην κουζίνα, μια καμπύλη αντανακλάσεων

μαζεύει τα σκελετωμένα πρόσωπα, τα μυτερά μουσούδια

κι είν’ η μανόλια που στο βάθος τα προστατεύει

αν κάποιο φύσημα τη φέρει προς τα κει. Η ανοιξιάτικη

μπόρα τάραξε μ’ ένα γαυγιτό

πίστης την κιβωτό μου – ω! νεκροί μου.

 

(Μετάφραση: Φ. Γκ.)