Ενάντια στην πραγματική τρομοκρατία

[ Γιώργος Κουτούβελας / Ελλάδα / 23.01.17 ]

Τόσο οι κινητοποιήσεις των φεμινιστικών οργανώσεων, των μειονοτικών ομάδων όσο και οι συσπειρωμένες δράσεις αντιεξουσιαστών, αποτελούν, αν μη τι άλλο, δείγμα υγιούς αντίδρασης από μέρους των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στην εκλογή του Τραμπ. Βέβαια, η δυναμική των αντανακλαστικών αυτών θα κριθεί, είτε, από τη διάρκειά τους σε βάθος χρόνου, είτε, από τη σταδιακή αποκλιμάκωσή τους. Φαίνεται, όμως, πως οι άνθρωποι δεν διατίθενται να παρακολουθήσουν για μια ακόμη φορά τις εξελίξεις από τους καναπέδες των σαλονιών τους. Ένδειξη για αυτό αποτελούν εικόνες, όπως το γρονθοκόπημα ενός κοστουμαρισμένου νεοναζί μπροστά στις κάμερες, οι οδομαχίες πολιτών με τις δυνάμεις καταστολής και η φλεγόμενη  λιμουζίνα, την ίδια ώρα μάλιστα, που ο νεοεκλεγείς πρόεδρος ορκιζόταν.

 Στο διάγγελμά του ο Τραμπ, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε  στην επιθυμία του για την συσπείρωση του πολιτισμένου κόσμου απέναντι στην ισλαμική τρομοκρατία. Ο Πίντερ στην ομιλία του στο Τορίνο (2002) ανέφερε χαρακτηριστικά πως «Οι Ηνωμένες Πολιτείες (το κέντρο του «πολιτισμένου» κόσμου, κατά τον Τραμπ) πιστεύουν πως οι τρεις χιλιάδες θάνατοι στη Νέα Υόρκη  είναι οι μόνοι θάνατοι που μετράνε, οι μόνοι θάνατοι που έχουν σημασία. Είναι θάνατοι Αμερικανών. Οι άλλοι θάνατοι δεν είναι πραγματικοί, είναι αφηρημένοι, άνευ επιπτώσεων». Ο Τσόμσκι απαντώντας στο ερώτημα: «τι είναι τρομοκρατία;» ξεκινά το συλλογισμό του προβάλλοντας τη θέση των κρατούντων, δηλαδή, πως είναι «μια μάχη ενάντια στον καρκίνο που μεταδίδουν οι βάρβαροι, αυτοί οι άθλιοι εχθροί του ίδιου του πολιτισμού». Συνεχίζει αναγνωρίζοντας πως «η τρομοκρατία είναι ιδιότητα των ισχυρών… αλλά θεωρείται όπλο των αδυνάτων γιατί οι ισχυροί ελέγχουν, εκτός των άλλων, τις αντιλήψεις μέσω των οποίων προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα». Για να ενισχύσει την ακρίβεια των λεγομένων του, ο Τσόμσκι, μας θυμίζει το παράδειγμα των ναζί, καθώς και εκείνοι «ισχυρίζονταν ότι δεν τρομοκρατούσαν την κατεχόμενη Ευρώπη, αλλά ότι προστάτευαν τους τοπικούς πληθυσμούς από την τρομοκρατία των παρτιζάνων». Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως το «τρομοκρατικό αφήγημα» αποσκοπεί στην περαιτέρω διευκόλυνση της «σιωπηλής γενοκτονίας», νοούμενης ως μιας διαδικασίας η οποία βρίσκεται εν εξελίξει τις τελευταίες δεκαετίες και  κρίνεται αντίστοιχη, τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο, εκείνης των ναζιστικών κρεματορίων.

 Ο Καστοριάδης εντοπίζει ως βασική αιτία για την έξαρση του εθνικού και ρατσιστικού μίσους την «κατάρρευση σχεδόν όλων των αρχών» εξαιτίας του καπιταλισμού και πως αυτή η κατάρρευση, οδηγεί τις μάζες σε «συσπείρωση  λόγω  ταύτισης γύρω από τη θρησκεία, το έθνος και τη ράτσα». Το ακραίο μίσος, το οποίο πηγάζει από φυλετικές και θρησκευτικές ιδεοληψίες συνδέεται σύμφωνα με τον Καστοριάδη με ένα άλλο είδος μίσους, «με το πιο σκοτεινό, πιο άγνωστο και πιο συγκρατημένο… το μίσος προς τον εαυτό μας».  

 Ας συμφωνήσουμε για πρώτη (και τελευταία) φορά με τον πρόεδρο Τραμπ, πως, όντος κρίνεται απαραίτητη η συσπείρωση του πολιτισμένου κόσμου. Όταν, όμως, κάνουμε λόγο για την συσπείρωση του πολιτισμένου κόσμου, αναφερόμαστε, στην  συσπείρωση των καταπιεσμένων λαών, των εργαζόμενων, των ανέργων, των διανοουμένων που όλοι μαζί έχουν γνωρίσει τον τρόμο και τη βία σε όλες τις εκφάνσεις της, απέναντι στην τρομοκρατία του ρατσισμού από τη μία και του οικονομικού και εδαφικού ιμπεριαλισμού από την άλλη.