Εκδρομείς στον πόνο των άλλων...
[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 18.08.19 ]Αμπέχονο και τζιν για την κυρία, αμήχανο κουστουμάκι για τον κύριο. Ελαφρώς ακατάλληλο για μια εκδρομή στον πόνο των άλλων. Πως διέλαθε της προσοχής των επικοινωνιολόγων! Πώς ξέχασαν ότι «αστράφτουνε τα φλας και πιάνεσαι επ’ αυτοφώρω»! Σαν να πιάστηκαν επ' αυτοφώρω μοιάζουν ο κύριος Μητσοτάκης και η κυρία Γκραμπόφσκι μπροστά στη συγκλονιστική φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη που του χάρισε το Πούλιτζερ: ένας άνθρωπος του πουθενά μέσα στο πουθενά της βροχής με το παιδί του αγκαλιά να βαδίζει προς το πουθενά. Επίσκεψη του πρωθυπουργικού ζεύγους στην έκθεση με τις εβδομήντα πιο επιδραστικές φωτογραφίες του αξέχαστου Γιάννη Μπεχράκη. Επαναλαμβάνω: εκδρομή στον πόνο των άλλων.
Δεν είναι υποκρισία. Είναι ύβρις. Γιατί είναι επίδειξη περιφρόνησης προς τη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη, προς τους πρόσφυγες και προς τον ελληνικό λαό. Τουλάχιστον εκείνους που έπεσαν στα κύματα για να «σώσουν τα μωρέλια». Καταργείς το ΑΜΚΑ στους ικέτες, πιπιλίζει το κόμμα σου τη λέξη «λαθρομετανάστες» κι εσύ πας να χαζέψεις τις φωτογραφίες με το μαρτύριό τους.
Για να μην με παρασύρει η οργή από την προσβολή, προτιμώ να αναδημοσιέυσω ένα κείμενό μου που είχε ανεβεί στο «Arti news» (27.9.2017) με αφορμή τη φωτογραφία που έγινε απλώς ντεκόρ για να (ξε)πουληθεί η ανθρωπιά στο μεϊντάνι της επικοινωνίας:
«Δεν ήξερα ότι η θάλασσα είναι πιο αρμυρή από τα δάκρια του παιδιού μου. Δεν ήξερα ότι το παιδί μου ήταν πιο βαρύ από τη θάλασσα. Δεν ήξερα ότι η γη είναι πιο σκληρή από τα πόδια μου κι ότι ο ουρανός είναι πιο βαρύς από τα βήματά μου. Δεν ήξερα ότι δεν έχω γεννηθεί και τώρα πρέπει να πεθάνω πολλές φορές. Δεν ήξερα να πνίγομαι. Δεν ήξερα να είμαι αριθμός. Δεν ήξερα να θρηνώ σαν να μην έχω υπάρξει ποτέ. Δεν ήξερα ότι ο θάνατος είναι η ζωή μου. Δεν ήξερα ότι υπάρχει θάνατος ακόμα και μέσα στον θάνατο όταν δεν ορίζεις το σώμα σου. Δεν ήξερα ότι πρέπει να φοβάμαι για να ζήσω. Δεν ήξερα ότι πρέπει να κλάψω για να βρω το νερό της ζωής μου.
Τίποτα δεν ήξερα. Και ούτε τώρα ξέρω. Δεν ξέρω πως έγινε κι έχασα τη γη και μέσα στη γη βούλιαξε η θάλασσα και μέσα στη θάλασσα βούλιαξαν όλα κι όλοι. Βούλιαξα κι εγώ. Δεν ξέρω. Η γη μου χάθηκε, η ζωή μου χάθηκε, ο θάνατος χάθηκε, όλα χάθηκαν κι εγώ βρίσκομαι εδώ. Πού; Δεν ξέρω και ούτε που ήξερα πώς γίνεται να αναποδογυρίζει το εδώ και να γίνεται διαρκώς ένα απέραντο πουθενά. Δεν ήξερα ότι το εδώ μπορεί να σκοτώσει το παιδί μου. Δεν ήξερα ότι το εκεί είναι ο πιο πέρα θάνατος. Δεν ήξερα ότι ο πόνος είναι πελώριος και σε καταδικάζει σε μια φυλακή με φύλακες άγριους τους νεκρούς σου. Δεν ήξερα ότι οι νεκροί σε σκοτώνουν. Τίποτα δεν ήξερα. Τίποτα δεν ήξερα κρατώντας το πνιγμένο μου παιδί. Τίποτα δεν ήξερα κρατώντας το σκοτωμένο σώμα της γυναίκας μου. Τίποτα δεν ήξερα κοιτάζοντας εκείνα τα λιθάρια που ήτανε το σπίτι μου.
Έφυγα, και δεν ξέρω ποιος είμαι. Και δεν ξέρω αν θέλω να είμαι. Και φοβάμαι διαρκώς πιο πολύ. Γιατί δεν ήξερα ότι υπάρχει τόση ντροπή για να ντραπείς, τόση πείνα για να πεινάσεις, τόση δίψα, τόση τεράστια στιγμή της ερημιάς σου για να κάνεις τη φυσική σου ανάγκη και να σκέφτεσαι την πνιγμένη σου γυναίκα, τα πνιγμένα σου παιδιά, τον πνιγμένο σου θάνατο. Δεν ήξερα ότι γίνεται να ζεις και να είσαι νεκρός. Σαν να μην κατοίκησες ποτέ και πουθενά. Ούτε στην ίδια τη ζωή σου.
Και είμαι εδώ. Χωρίς να ξέρω. Υπάρχω χωρίς να υπάρχω. Δεν ήξερα ότι γίνεται να υπάρχεις χωρίς να υπάρχεις. Δεν ήξερα ότι πρέπει να καταστραφούν τα σπλάχνα σου για να το μάθεις. Δεν ήξερα ότι η θάλασσα δεν συμπεραίνει, αλλά βάζει το μαχαίρι της, βαθύ μαχαίρι, κυρίως στο κορμί που σώθηκε. Δεν ήξερα ότι η θάλασσα ξεβράζει τους πνιγμένους όλο και πιο μέσα στο κορμί σου. Δεν το ήξερα.
Δεν ήξερα ότι το χέρι μου δεν γίνεται να αγκαλιάσει. Δεν ήξερα ότι το στόμα μου δεν πρέπει να μιλήσει όλα τα λόγια, όλες τις γλώσσες. Δεν ήξερα ότι δεν γίνεται να τραγουδώ. Δεν ήξερα ότι δεν πρέπει να ζω. Κι όμως,έζησα. Η ζωή μου πνίγηκε. Το κορμί μου βούλιαξε. Κι όμως, ζω. Δηλαδή μαθαίνω. Αυτό να φοβάστε. Γιατί η ζωή είναι επικίνδυνο πράγμα. Τώρα πια το ξέρω καλά».
Πηγή: Η ΑΥΓΗ