Δικαίωσις
[ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης / Ελλάδα / 23.02.18 ]Ήταν η πρώτη που εκτίμησε το ποιητικό μου τάλαντο, όταν ακόμη κι εγώ ο ίδιος το αγνοούσα. Είχα μόλις επιστρέψει από τις πανεπιστημιακές σπουδές μου, χωρίς καμία σοβαρή τριβή με τη λογοτεχνία. Υποθέτω ότι από τη χροιά της φωνής, την επιλογή των λέξεων και την ευγένεια των κινήσεων υποπτεύθηκε την έφεσή μου. Έτσι όπως έμπαινα στο ψιλικατζίδικό της για να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα κιλό φέτα ή ένα υγρό πιάτων. Ίσως πάλι να ’τανε ο αέρας του σπουδαγμένου, που θέλοντας και μη κουβαλούσα μαζί μου, σαν την αποφορά των πεθαμένων. Και τον οποίο αέρα όφειλα να επιβεβαιώσω, όταν μου ζήτησε να συνθέσω ένα τετράστιχο ποίημα για τον τάφο του πατέρα της. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έγραψα κι ούτε το είδα ποτέ χαραγμένο στη μαρμάρινή του πλάκα. Η ίδια πάντως δήλωσε ενθουσιασμένη και με αντάμειψε μάλιστα με ένα κιλό ελιές για τον κόπο μου. Από κει θαρρώ ότι ξεκίνησαν όλα.
Δεν λέω ασφαλώς για το τετράστιχο. Είναι δύσκολο να γυρνάς στον τόπο σου μετά τα φοιτητικά σου χρόνια, πολύ δε περισσότερο όταν ο τόπος σου είναι ένα χωριό της κακιάς ώρας. Ήταν λοιπόν εκείνες ακριβώς οι ελιές που έφταιξαν για το τσίπουρο. Το δε τσίπουρο ήταν εκείνο ακριβώς που έφταιξε για το δεύτερο γραπτό μου. Κι αν ισχύει η γνώμη γνωστού κριτικού ότι το ίδιο βιβλίο γράφουν και ξαναγράφουν οι συγγραφείς σε όλη τη μετέπειτα πορεία τους, μόλις τώρα συνειδητοποιώ ότι το ίδιο τετράστιχο γράφω και ξαναγράφω στη μνήμη κάποιου που δεν γνωρίζω, μπας και καταφέρω να επιβεβαιώσω τον αέρα του σπουδαγμένου που συνεχίζω δυστυχώς να κουβαλάω μαζί μου σαν την αποφορά του πεθαμένου. Οπότε μετά βεβαιότητας δηλώνω ότι το πιο μεγάλο κέρδος απ’ όλα αυτά, εννοώ την έκδοση βιβλίων, τη συγγραφική ματαιοδοξία, τον λογοτεχνικό αυτισμό κτλ. κτλ. κτλ., ήταν και συνεχίζουν να παραμένουν οι γευστικότατες, απ’ όσο θυμάμαι, ελιές της πρώτης αναγνώστριάς μου.