Δεν μπορώ να ανασάνω!
[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 03.07.22 ]Δεν έχω πολλούς στόχους στα 35 μου. Το μυαλό μου γυροφέρνει κυρίως στο πως θα απαλλαγώ από την ανασφάλεια που μου προκαλεί ένα μόνιμο φούσκωμα στο στομάχι και από το άγχος που μου καίει συνεχώς το στέρνο. Νοιώθω σαν να μην έχω τον έλεγχο, το πάνω χέρι στον ίδιο μου τον εαυτό. Αισθάνομαι ότι το κάθε αεράκι που φυσάει στην καθημερινότητά μου συνωμοτεί για να χάσω την ισορροπία μου, με εξοστρακίζει πάνω σε αόρατους τοίχους και τελικά με πετάει πίσω στο σημείο μηδέν. Νοιώθω ότι όλα είναι μπλοκαρισμένα και ακίνητα και εγώ απλώς γερνάω. Στα 35 μου! Όσο λογίζομαι το σήμερα, τόσο βλέπω ότι πάντα ήταν έτσι στην σύντομη ζωή μου. Είναι σουρεαλιστικό, ποτέ δεν εμποδίστηκα εξόφθαλμα να επιλέξω κάτι που ήθελα, αλλά οι αόρατοι διάδρομοι που είχε στρώσει το Σύστημα με οδηγούσαν υποχρεωτικά εκεί που προγραμμάτιζε το ίδιο. Χωράνε στην χούφτα μου αυτά που ήθελα σαν παιδί, δεν ήταν ούτε πολλά, ούτε εξωφρενικά. Επιθυμούσα να παίξω, να πάω διακοπές, μουσική, σινεμά, αθλητισμό, να μάθω χρήσιμα πράγματα στο σχολείο, να σπουδάσω αυτό που ονειρεύομαι και να το κάνω επάγγελμα αργότερα.
Απέφυγα εύκολα το κατηχητικό, αλλά στο γυμνάσιο τα θρησκευτικά ήταν περισσότερες ώρες από την φυσική και ίδιες με την ιστορία! Ταυτόχρονα μου έμαθαν οι πάντες ότι ζω σε μια ανταγωνιστική κοινωνία όπου δεν μαθαίνω για να ευχαριστηθώ την Γνώση, αλλά για να πάρω εγώ αργότερα την θέση στην κοινωνία που διεκδικεί και ο συμμαθητής μου. Αποτέλεσμα, αγγλικά, απογευματινά φροντιστήρια, παπαγαλία και μια μαθητική μέρα από τις 8 το πρωί μέχρι 10 το βράδυ. Και ήμουν μόνο έφηβος γαμώτο! Την ίδια εποχή, σχεδόν όλα γύρω μου, φυλλάδες, τράπερς, τηλεπερσόνες και διάσημοι, αστοί πολιτικοί και influencers με βομβάρδιζαν με μηνύματα να επιδιώκω να ικανοποιώ μόνο τα πιο στοιχειώδη και ζωώδη αισθήματα που μπορεί να έχει ένα δίποδο: one night stand αντί για έρωτα, αντριλίκι και βία στις γυναίκες αντί για ισότητα, bullying αντί για συντροφικότητα, λυντσάρισμα υπόπτων και τηλεδίκες αντί για δικαιοσύνη, εκκωφαντικά bits και ποθοπλάνταχτα άσματα αντί για μελοποιημένη ποίηση, snuff films και πιστολίδι αντί για κοινωνικό σινεμά και λογοτεχνία, ξύλο μεταξύ hooligans αντί για αθλητισμό, ναρκωτικά αντί για ασκήσεις μυαλού, παντού καταχνιά αντί για φως. Αντέδρασα πεισματικά με το να γίνω άριστος σε όλα τα μαθήματα στο σχολείο.
Στην Ελλάδα, κοιτίδα του πνεύματος, της δημοκρατίας, του θεάτρου, της ποίησης και του κάλλους, εγώ εύκολα ονειρεύτηκα και επέλεξα να γίνω φιλόλογος ή αρχαιολόγος. Το ‘χα! Το λάτρευα! Απογοητεύτηκα όμως όταν με απέτρεψαν όσοι γνώριζαν: οι δάσκαλοί μου, ο θείος μου ο καθηγητής στο ΕΚΠΑ, κάποιοι απόφοιτοι, οι γονείς μου. Το Σύστημα μου είπαν δεν ενδιαφέρεται για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, όσο βαριά και να είναι αυτή. Θέλει πτυχία προσαρμοσμένα στις ανάγκες των εργοδοτών, φτηνά, πρακτικά και αναλώσιμα όταν η τεχνολογία αλλάζει. Θα μείνεις άνεργος. Το πολύ πολύ να γίνεις πτυχιούχος ταμίας σε αλυσίδα σουπερμάρκετ. Σκέφθηκα να μην παρεκκλίνω πολύ και να σπουδάσω κοινωνιολόγος. Γέλασαν όλοι και με ενημέρωσαν ότι η υπουργός Παιδείας μόλις κατάργησε το μάθημα από τα σχολεία, αντικαθιστώντας το με τα …λατινικά και οι κοινωνιολόγοι πλέον, μένουν στην ουσία άνεργοι. Συμφώνησε βεβαίως βεβαίως και ο κ. Άδωνης Γεωργιάδης, δηλώνοντας ότι “η κοινωνιολογία κάνει τα παιδιά μας αριστερά”.
Τελικά αναγκάστηκα να αλλάξω εντελώς κατεύθυνση και σπούδασα φυσικός. Και πάλι με χίλια εμπόδια: άπειροι εισαχθέντες, ελάχιστες αίθουσες, λιγοστό προσωπικό, φτωχές εργαστηριακές ασκήσεις, βιβλία περιορισμένα. Όσο για το κόστος ζωής στην πόλη που σπούδαζα με είχε κάνει καλόγερο, για να μην τινάξω τον οικογενειακό κουμπαρά στον αέρα. Αποφοίτησα και ταυτόχρονα εγκατέλειψα την ιδέα για μεταπτυχιακά καθώς είχαν δίδακτρα. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπάθησα να μπω στον επαγγελματικό στίβο. Γρήγορα έμαθα ότι για να προσληφθώ σε δημόσιο σχολείο (πάνω κάτω τα ίδια και σε ιδιωτικό) είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό σπορ και τελικά σχεδόν αδύνατο. Άρχισα σποραδικά, ιδιαίτερα μαθήματα με πολύ χαμηλές τιμές και κάποιες ώρες σε φροντιστήρια με ακόμα χαμηλότερες, έως εξευτελιστικές τιμές την διδακτική ώρα. Στην πόλη μου είναι παρά πολλοί οι φροντιστές σαν και ‘μένα. Τα ένσημα που μαζεύω λίγα και επιπλέον η εργοδοσία μου κλέβει αρκετά, κάνοντάς τα ακόμη λιγότερα. Τα ίδια και πολλοί φίλοι μου που δουλεύουν εποχικά στην τουριστική βιομηχανία, σε χειρότερες συνθήκες από ότι εγώ.
Τρέμω για τα γηρατειά μου. Όταν δεν θα μπορώ πια να δουλεύω και θα ‘ρθουν και οι αρρώστιες, πως θα θεμελιώσω δικαίωμα σύνταξης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με τόσα λίγα ένσημα; Πως θα επιβιώσω; Πως θα εισάγομαι σε ένα νοσοκομείο; Ως άπορος; Και με τι παροχές; Θα καλύπτεται μια σοβαρή εγχείρηση; Σκέφτομαι όλα αυτά και με πνίγει η χώρα μου. Η Ελλάδα του Περικλή, του Ηράκλειτου, του Σωκράτη, του Παπαδιαμάντη, του Ρίτσου τσαλαπατήθηκε και αντικαταστάθηκε από αυτήν του Μαρινάκη, του Λάτση, του Πορτοσάλτε, του Λιγνάδη, του Ευαγγελάτου και της Λατινοπούλου. Προς στιγμήν σκέφθηκα το έξω: Γερμανία, Αγγλία, όπου λάχει. Ο εαυτός μου μού απάντησε: “Πάλι την εργατική σου δύναμη θα διαπραγματευτείς σε πιο σκληρό καπιταλισμό και σε συνθήκες ξένης γλώσσας και διαφορετικού τρόπου ζωής. Δεν είναι πανάκεια το εξωτερικό”. Πήρα τελικά την απόφαση να μείνω και να κάνω το άγχος μου αγώνα και την ανασφάλεια αποφασιστικότητα. Να παλέψω ατομικά και κυρίως ομαδικά για την ζωή που μου κλέβουν, μέσα από το επαγγελματικό σωματείο μου. Έδωσα υπόσχεση στον εαυτό ότι θα ανασάνω.
Και θα ανασάνω βαθιά!