Δεν έχει οδό
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 22.03.20 ]Είναι Μάρτιος, ο πρωινός ήλιος βγαίνει πίσω από τον λόφο, αλλά σ’ εκείνον δεν επιτρέπεται να βγει από το σπίτι. Παρατηρεί το απέναντι παράθυρο. Τη γριά που έχει σκαρφαλώσει, τρίτη μέρα σήμερα, προσπαθώντας πάλι να δραπετεύσει. Ξέρει πως δεν θα μπορέσει. Όπως δεν μπόρεσε χθες και προχθές. Έχει μαγνητιστεί ωστόσο. Η προσπάθεια ανάβασης στο παράθυρο είναι σχεδόν κοριτσίστικη. Κι όμως είναι πάνω από 90. Την έφεραν πριν τρεις μέρες. Πάσχει από άνοια. Η γυναίκα που τη φρόντιζε παραιτήθηκε. Φοβόταν. Τώρα, μ’ αυτόν τον ιό όλοι φοβούνται. (Καλά, όχι όλοι). Έπρεπε να τη φέρουν εδώ. Χρειάζεται καθημερινή φροντίδα. Είναι κι αυτοί μεγάλοι, όχι τόσο όσο εκείνη βέβαια, μα αρκετά και επιπλέον ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες λόγω υποκείμενων νοσημάτων.
Τρίτη μέρα σήμερα που προσπαθεί να δραπετεύσει. Αν φωνάξει αντί απλώς να την παρατηρεί, θα κατέβει κάποιος να τη μαζέψει. Δεν φωνάζει όμως.
Την πρώτη μέρα σοκαρίστηκε. Κρατούσε μια σακούλα με σκουπίδια όταν την άκουσε να φωνάζει «βοήθεια!». Σκαρφαλωμένο πάνω στο παράθυρο αυτό το γερασμένο κοριτσάκι κι από πάνω του, σφιγμένη στον λαιμό του σαν λεοντή, μια αναμαλλιασμένη φιγούρα να προσπαθεί με αγωνία να την τραβήξει πίσω, μέσα στο δωμάτιο, να μη χτυπήσει. Είναι νεότερη αυτή η φιγούρα, μα πόση προσπάθεια χρειάζεται, πόση ένταση. Και δεν τα καταφέρνει. «Βοήθεια!» του φωνάζει κλαίγοντας. Ένας Ηρακλής θηλυκός και κλαμένος. Το ένα χέρι γαντζωμένο στο περβάζι, το άλλο ικετευτικά απλωμένο. «Καλέστε την αστυνομία. Ποιοι είναι αυτοί; Γιατί με φέρανε εδώ; Θέλω να φύγω. Βοηθήστε με». Κι οι φλέβες της στο πρόσωπο και στον λαιμό, στα χέρια φουσκωμένες, έτοιμες να σπάσουν. «Μπείτε μέσα. Τηλεφωνώ αμέσως. Θα φτάσει γρήγορα το περιπολικό» προσπαθεί να φαίνεται πειστικός. Δεν πιστεύει. Συνεχίζει να εκλιπαρεί. Σηκώνει και τη λεοντή κι όλο παλεύει να το σκάσει απ’ το παράθυρο. Κάποιος βοηθά από μέσα. «Έλα μάνα, έλα τώρα, ησύχασε». Το κοριτσάκι μαζεύεται απ’ το παράθυρο. Το ρολό κατεβαίνει.
Δεύτερη μέρα πάλι στο παράθυρο. Έσκισε τη σίτα. Σκαρφαλώνει. «έλα, έλα κοντά. Βοήθησέ με. Θέλω να φύγω». Δεν πλησίασε. Δεν ήξερε αν είναι καθαρός από ιό. Το κοριτσάκι αυτό δεν θα έπρεπε με τίποτα να κινδυνέψει να κολλήσει κάτι τέτοιο. Είναι πολύ μεγάλη, πολύ ιδιαίτερη, δεν θα περνούσε στην αξιολόγηση. Το απλωμένο χέρι έμεινε ασυντρόφιαστο και όλο το παράπονο ξεχείλισε απ’ τα μάτια και τα χείλη. «Γιατί φέρεστε έτσι;». Ναι, αυτό ρώτησε. Θα είναι που -με κάποιον μυστήριο τρόπο- δεν θυμάται ποιοι είναι οι άνθρωποι που την πήραν από το σπίτι της αλλά θυμάται πολύ καλά πώς οφείλουν να φέρονται οι άνθρωποι.
Σήμερα τρίτη μέρα μαγνητισμένος παρατηρεί την απελπισμένη προσπάθεια. Από μακριά. Να μπει γρήγορα μέσα. Να μην τον δουν. Αν καταφέρει να το σκάσει μπορεί να της περάσει απ’ το μυαλό να πάει στο δικό του σπίτι να τον ελευθερώσει κι αυτόν και τότε πού θα πάνε;