Γράφοντας, δεν είσαι ποτέ μόνος

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 05.05.17 ]

 

        Για να γράφεις, πρέπει να κάνεις τα πάντα μόνος σου. Καταγράφοντας, πρώτα απ’ όλα, τα απαραίτητα: την εμπειρία, τη γνώση, τις ιδέες, το λεξιλόγιο και λίγη κουλτούρα, τη φαντασία, το χρόνο κι ακόμη το κατάλληλο κλίμα.

        Σε όποιον μιλά για τη μοναξιά και τις θυσίες ενός συγγραφέα, ο Μπουκόφσκι απαντά ότι η μοναξιά δεν υπάρχει. Δεν είναι αλήθεια ότι ένας συγγραφέας πρέπει να θυσιάζεται.

        «Δεν υπάρχει θυσία στη δουλειά του συγγραφέα» λέει σε μια του συνέντευξη. «Κάποιος κλείνεται στο δωμάτιό του και διασκεδάζει, μια δωρεάν διασκέδαση. Σημαντικό είναι να ξεχάσει ότι γράφει, να ξεχάσει ότι είναι συγγραφέας για να επιστρέψει στον εαυτό του, σ’ αυτό που πραγματικά είναι. Το γράψιμο δεν είναι θυσία».

        «Τι είναι λοιπόν η μοναξιά;» αναρωτιέται ο Μίλαν Κούντερα στην Τέχνη του μυθιστορήματος. «Ένα βάρος ασήκωτο, μια  αγωνία, μια κατάρα, όπως θέλησαν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ή αντίθετα η πιο πολύτιμη αξία, που διαρκώς καταπιέζεται από την πανταχού παρούσα συλλογικότητα;».

        Γράφοντας, δεν είσαι ποτέ μόνος: ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα, έχεις συντροφιά τις λέξεις που μετατρέπονται σε ιδέες, πρόσωπα, αντικείμενα. Έχεις συνέταιρο τον κόσμο.

        Λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν να μένουν μόνοι και πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν ν’ ακολουθήσουν το κοπάδι που χρησιμοποιεί τις ιδέες και τα προκατασκευασμένα προϊόντα. Προσπάθησε να διασώσεις την αποξένωσή σου, αν επιθυμείς, μαζί με την ελευθερία σου, και η συγγραφή να είναι δική σου: και ανεξάρτητα να επιλέγει τη συντροφιά των αναγνωστών της. Δεν είναι ειλικρινής όποιος καυχιέται ότι γράφει για τον εαυτό του.  

        Αυτό που ενθουσιάζει τον συγγραφέα είναι η ελευθερία να γράφει αυτό που αισθάνεται. Δεν κάθεται ν’ ασχοληθεί με ψιλοπράγματα, αλλά πηγαίνει κατ’ ευθείαν στην ουσία: εκστασιάζεται με το να ακονίζει τη λέξη με την οποία αρχίζει την πρώτη γραμμή, μετά την επόμενη∙ και τον γεμίζουν με ηδονή μια ζωντανή παράγραφος, μια φρέσκια σελίδα, καινούρια, γεμάτη ρυθμό, φωτιά, νόημα, παιχνίδι.

        Η χαρά του να γράφει είναι ίδια μ’ εκείνη του αναγνώστη του. Γι’ αυτό του προξενούν πλήξη οι ξέπνοοι γραφιάδες και οι θλιβεροί συλλέκτες διαφημίσεων που τις θεωρούν βιβλιοκρισίες∙ εκείνοι που, μόλις βρεθούν έξω από το κέντρο της προσοχής, υποφέρουν από μοναξιά. Τον αηδιάζουν οι ποιητές που δεν ξέρουν να γελούν και, κακομοίρηδες χωρίς ψυχή εγωιστές, συγκινούνται, υποφέρουν και πάσχουν μέχρι δακρύων όταν απαγγέλουν τους στίχους τους, αλλά ουδέποτε τους στίχους των άλλων. Δεν είναι ποιητές εκείνοι που διαβάζουν μόνο τον εαυτό τους, όπως δεν μπορεί να είναι κάποιος φίλος όταν είναι μόνο για τον ίδιο.

        Ο προφητικός Λεοπάρντι γράφει στις Σκέψεις του (ΧΧ): «Σας παρακαλώ, φτάνει πια με τις ‘απαγγελίες’ ποίησης! Αυτό το βίτσιο, τόσο βάρβαρο και γελοίο, είναι αντίθετο προς την έννοια του λογικού πλάσματος, είναι πραγματικά μια αρρώστια του ανθρώπινου είδους».

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ

**ΕφΣυν 16.05.2016