Γκαμπριέλ Γκ. Μάρκες: Ο έρωτας είναι μεταφυσική κατάσταση
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 17.04.23 ]Ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Μάρκες «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ανακαλύπτει τον έρωτα στα 90 του χρόνια. Η μικρή κοιμώμενη "σεξεργάτρια" γίνεται η πριγκίπισσα των ονείρων του, η Ντελγαδίνα του, κατά το ανάλογο του ονειροπαρμένου έρωτα του Δον Κιχώτη. Ο Μάρκες επαναλαμβάνει τον Θερβάντες που λέει ότι «Καλά κάνει όποιος αγαπάει πολύ. Και πως εκείνη η ψυχή είναι πιο λεύτερη που είναι πιότερο σκλαβωμένη στου έρωτα την πανάρχαια τυραννία». Κι εδώ όπως στον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας», ο έρωτας είναι μία υπόθεση του φαντασιακού. Για την ακρίβεια είναι μια μεταφυσική κατάσταση ασύλληπτη από τη λογική. Απλά συμβαίνει.
Ο πρωταγωνιστής του Μάρκες ερωτεύεται για πρώτη φορά στη ζωή του στα ενενήντα χρόνια του και συνειδητοποιεί –άλλο δάνειο από τον Θερβάντες- πως «η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια». Γενικά, εδώ έχουμε την περίπτωση της άτοπης σχέσης –τον έρωτα για μια κοιμισμένη πόρνη- που κλονίζει τα ερωτικά στερεότυπα της ζήλιας, της εγκατάλειψης και της ματαίωσης, τον τρόπο δηλαδή που ερωτεύεται όλος ο κόσμος. Γι’ αυτό γίνεται το «κυνήγι της εικόνας ενός ειδικού πόθου», όπως θα έλεγε ο Ρόλαν Μπαρτ.
Ο ερωτευμένος υπέργηρος δεν κάνει σεξ με την μικρή, γιατί όπως λέει «Το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας». Το σεξ συνεπώς είναι ένα απλό υποκατάστατο του έρωτα. Ο ηλικιωμένος δεν θέλει να ξεσκίσει τη φαντασιακή εικόνα του ειδικού πόθου του μέσω του σεξ, δεν θέλει να χαλάσει αυτό που έχει μέσα στο μυαλό του, τον ιδανικό έρωτα. Αλλά ότι δεν συνέβη με το σεξ συνέβη με το ηχόχρωμα της φωνής της μικρής Ντελγαδίνας. Κάποια στιγμή η μικρή κοπέλα ξυπνάει. Η χωριάτικη φωνή της έχει τις συνέπειες ενός κεραυνού. «Η φωνή της είχε μια λαϊκή χροιά, σαν να μην ήταν δική της, αλλά κάποιου ξένου που βρισκόταν μέσα της. Κάθε σκιά αμφιβολίας εξαφανίστηκε τότε από την ψυχή μου: την προτιμούσα κοιμισμένη»! Ο άλαλος καθρέφτης του υπεδιογκωμένου Εγώ του ηλικιωμένου απέκτησε φωνή και θόλωσε. Η φαντασιακή εικόνα ξεσκίστηκε, ο καθρέφτης έσπασε και τα κοινά στερεότυπα σαν γυαλιά-φαρμάκια πετάγονται πάνω στη νεαρή κοπέλα με τη φοβερή ύβρη: «Πουτάνα»! Η φωνή της ήταν παράταιρη σε σχέση με αυτό που ανέδινε το άλαλο πλην φλύαρο κορμί της. Το σώμα μιλούσε με την ιδανική φωνή που είχε στο μυαλό του ο υπερήλικας ερωτευμένος. Γιατί ο φαντασιακός έρωτας τρέφεται με τον μηρυκασμό εικόνων και τη σιωπή.
Ο πρωταγωνιστής του Μάρκες ερωτεύεται με τον ηδονικά μελαγχολικό τρόπο ενός διανοούμενου, όπως τον περιέγραψε ο Τζιάκομο Λεοπάρντι στο «ημερολόγιό» του: «Αλίμονο σε μένα, αν αυτό είναι έρωτας, πόσο με κατατρύχει». Στον Μάρκες η έξοδος του έρωτα στην πραγματικότητα θα γίνει με τις κατάλληλες μικροδιευθετήσεις που θα τον καταστήσουν βιώσιμο για δύο. Δηλαδή έναν Εγωισμό εις Διπλούν. Ο ιδιότυπος καθρέφτης της μικρής κοπέλας θα καταστεί ικανός να καθρεφτίσει τον ηλικιωμένο διανοούμενο. Η έφηβη με τη σειρά της θα «ξετρελαθεί» με τον γέρο. Εκείνος θα αναγνωρίσει για πρώτη φορά τον εαυτό του «στον απόμακρο ορίζοντα του πρώτου αιώνα» του! Κι έτσι ο ηλικιωμένος γίνεται ωραίος, δηλαδή αποδέχεται την ώρα του στην υπερωρία του, στα ενενήντα του!