Βούρκος!

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 01.06.22 ]

Η φρικαλέα ηθική που διαρκώς αναπαράγει η πολιτιστική βιομηχανία συμπυκνώνεται στην πρωινή ζώνη της τηλοψίας: η εικόνα του δήθεν απολιτίκ ανάλαφρου θεάματος, το οποίο όμως σχηματίζει και μετασχηματίζει συνειδήσεις, δημιουργεί ένα παράλληλο, εξωκοινωνικό σύμπαν όπου οι περσόνες, εκλεκτοί/ες της επιχείρησης, χαϊδολογούν τις χειρότερες ανθρώπινες ροπές, εκείνες που απειλούν την ανθρώπινη συνύπαρξη με τη μετατροπή της σε ζούγκλα.

Δεν είναι μόνο οι αναπαραγωγές των τηλεπαιχνιδιών, τύπου Μπάτσελορ και Σαρβάιβορ, ή η προβολή ενός ορισμένου τρόπου ζωής που αποκλείει τα σημαντικά, όπως οι σχέσεις εργασίας, ας πούμε, ή ο συνδικαλισμός -πώς εξάλλου να μιλήσουν για τούτα οι γαλέρες των μίντια; Είναι που βλέπεις να ξανάρχονται μπροστά σου οι ίδιοι/ες που την εποχή των εφημερίδων, ναυαρχίδων της δεξιάς, έφτιαχναν πρωτοσέλιδα με πτώματα, προσφέροντας αφειδώς “αίμα-σπέρμα” στο πόπολο, αφού έτσι, μειωτικά, εκλάμβαναν πάντα οι από πάνω τις υποτελείς τάξεις.

Έτσι, λοιπόν, γέμισαν οι οθόνες με νεκρά παιδιά: η ζωή της φερόμενης μητροκτόνου έγινε ένα τρομακτικό έπος που μεταδίδεται σε συνέχειες κι επιμένει να “πληροφορεί” για τις αναρτήσεις της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τις μέρες του θανάτου των παιδιών της ή για τις “απόψεις” συγγενών, γειτόνων και γνωστών για το όλο ζήτημα. Το θέ(α)μα, προφανώς, “πουλάει”. Θα το έχουν ελέγξει οι μετρητές της τηλεθέασης, θα το παρακολουθούν οι διαφημιστές της ζώνης. Και πέραν τούτου, το πιο σημαντικό, είναι πως εκείνο που επιχειρείται, από πάντα, με τα απορρίμματα της πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι ο μετασχηματισμός του τρόπου ζωής, μέσα από τις πιο ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες. Ένας μετασχηματισμός τύπου “τάξις και ηθική”, που ζέχνει υποκρισία, μηρύκασμα ενός μάλλον φασιστικού μοντέλου αντίληψης της κοινωνίας.

Κι αν οι ίδιοι/ες παρουσιαστές-στριες μοσχοπούλησαν το ελληνικό metoo, ανανεώνοντας το προφίλ τους, με την υπόθεση Πισπιρίγκου οι μάσκες έπεσαν. Ο βόθρος ξανάνοιξε. Τα μεγάλα ζητήματα συμπυκνώνονται στην “τσάντα της Τζωρτζίνας”, στον “φίλο του Μάνου”, στις “ταινίες που έβλεπε η Ρούλα”. Ο υπερτονισμός της βδελυγμίας με την οποία αντιμετωπίζεται η υπόθεση μπάζει από παντού: ηθοποιοί σε ρόλους, ηθοποιοί που εμφανίζονται με ολογράμματα νεκρών παιδιών και κατόπιν βραβεύονται, ως δημοσιογράφοι, για το έργο τους, ηθοποιοί κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα των αφεντικών τους, αγκιτάτορες του νεοσυντηρητισμού, διαμορφώνουν συνειδήσεις. Ή τουλάχιστον αυτό επιχειρούν.

“Τίποτα δεν χαρακτηρίζει με τόση ακρίβεια την κατάσταση της ενοποιημένης και ταυτόχρονα ανταγωνιστικής κοινωνίας όσο αυτή η ενσωμάτωση της βαρβαρότητας”(Τ. Αντόρνο, Μinima Moralia): οι μεγαλοεπιχειρηματίες των ΜΜΕ επενδύουν στη δυσοσμία διότι κερδίζουν πολλαπλώς, στοχεύοντας απευθείας στις διάνοιες και την απονέκρωσή τους. Κι επειδή, ως γνωστόν η βιομηχανία του θεάματος, πρώτα παράγει τους ίδιους τους πελάτες και κατόπιν τα προϊόντα – απορρίμματα, το ζήτημα είναι, φυσικά, βαθιά πολιτικό.

Τα καταφέρνουν και νικούν, με τον παρά τους. Αλλά όχι πάντα. Η φοιτητιώσα, και όχι μόνο, νεολαία, που έχει προ καιρού γυρίσει την πλάτη στα τηλεοπτικά θεάματα, δείχνει το δρόμο. Με την αντίσταση και τους αγώνες της.