Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, ποιητής, οφειλέτης του σύμπαντος. Ο λόγος του πύρινος, προκλητικός δεν σταματά να ενοχλεί:
Τη σκέψη στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω·
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος καί καυστικός.
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών τη στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ' όμορφος, στα εικοσιδυό μου χρόνια
Εσείς οι αβροί!
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
«Σύννεφο με παντελόνια».
Ορισμένα από τα ποιήματά του είναι απόηχοι της ποίησης του Ουόλτ Ουίτμαν. Η ανάδειξη του εαυτού και της ηρωικής στάσης του Μπάιρον βρίσκεται επίσης σε πολλά ποιήματά του. Το σύννεφο με τα παντελόνια βγαίνει απευθείας από την παράδοση των Ουίτμαν και Μπάιρον.
Ονειρεύτηκε «μια νέα τέχνη του μέλλοντος» και αγωνίστηκε ενάντια στην παρακμιακή αστική τέχνη. Η ποίησή του, γεμάτη από νεολογισμούς, μεταφορές, πρωτότυπες εικόνες, καυστική διάθεση συγκλονίζει τον αναγνώστη με την ενέργεια και το πάθος.
Η ποίηση του Μαγιακόφσκι από τους πρώτους στίχους του μέχρι τις τελευταίες του γραμμές είναι μία και αδιαίρετη. Αντιπροσωπεύει τη διαλεκτική ανάπτυξη ενός μόνο θέματος, το πνεύμα της «αιώνιας εξέγερσης», το κάλεσμα προς μετασχηματισμό του κόσμου.
Ποτέ δεν πρόδωσε την επανάσταση αν και αισθάνθηκε προδομένος:
Αξιοσέβαστοι απόγονοι σύντροφοι!
Καθώς θα σκάβετε την απολιθωμένη σημερινή κοπριά,
των ημερών μας μελετώντας τα σκότη,
μπορεί και να ρωτήσετε για με καμιά φορά.
Μονάχος μου θα πω και για την εποχή μου και για τον εαυτό μου - άστα συ.
Ενας βοθροκαθαριστής και νερουλάς μαζί 'ναι η αφεντιά μου,
που εκλήθηκα κ' επιστρατεύτηκα απ' την επανάσταση.
Οσο μακραίνει των χρόνων η ουρά,
τόσο μοιάζω με τ' απολιθωμένα εκείνα τέρατα.
Αντε, λοιπόν, σύντροφοι, να τη διαβούμε πιο γοργά
όση ζωή μας μένει με πεντάχρονα.
Τα γραφτά μου κέρδος δεν μούφεραν ούτε ένα ρούβλι για μισό,
ούτε, βεβαίως, από μαόνι έπιπλα λεία.
Κ' εξόν από φρεσκοπλυμένο ένα πουκάμισο,
λόγω τιμής δεν έχω τίποτ' άλλο χρεία
Όταν θα παρουσιαστώ
Στου φωτεινού σας μέλλοντος την Κ.Ε
Θάρθω, πάνω απ' τη συμμορία της ποίησης
των πλεονεχτών και σαλταδόρων,
σείων σα μπολσεβίκικη ταυτότητα Κομματική,
τους εκατό τόμους μαζί όλων μου των κομματικών βιβλίων
(Μ' όλη μου τη Φωνή. Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)
Πριν αυτοκτονήσει στις 14 Απριλίου του 1930, σε ηλικία 37 ετών έγραφε:
Τέρμα θα δώσω στη ζωή μου
με μια σφαίρα απάνω στο κρανίο μου
και θα είναι εκείνη η σφαίρα
εκείνη, η πρώτη
που μπολσεβίκο εργάτη
τραυμάτισε στη μάχη,
τέρμα θα δώσω στη ζωή μου
με μια σφαίρα στου καθωσπρεπισμού το μάτι
και θα είναι εκείνη η σφαίρα
εκείνη, η πρώτη
που την άγνοιά σας, ανθρωπάκηδες
έκανε σκόνη, έκανε στάχτη.
Ναι! όπως σας τα λέω
έτσι είναι κι έτσι θα γίνει
θέλετε – δεν θέλετε
σεισμούς θα προκαλέσει
η αποδημία μου,
χίλιες εννιακόσιες δεκαεφτά
θα φέρει αναταράξεις
στο σκεβρωμένο το σαρκίο σας
στα σύννεφα θα υψωθεί
αγνοώντας την αδιαφορία
τις περίτεχνες, όλο χάρη
οσφυοκαμψίες σας.
Ναι! όπως σας το λέω
έτσι είναι κι έτσι θα γίνει
θέλετε – δεν θέλετε
για πάντα στη μνήμη
των φτωχών, των εξαθλιωμένων
εγώ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι
αιώνιος θα μείνω
χέρι με χέρι
στο αίμα βαφτισμένος
της Προδομένης Επανάστασης
μακάριος θα υψωθώ
πάνω από την ποίηση
και τις κυβερνήσεις.
Δίπλα του βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:
«Σε όλους. Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά. Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με – αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με. Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ’ ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν. Όπως λένε “Το επεισόδιο έληξε”. Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να ‘στε ευτυχισμένοι.»