“ΤΑ ΣΚΑΡΠΙΝΙΑ”
του Παύλου Μουρουζίδη,
εκδ. Νησίδες
παρουσιάζει ο Γιάννης Αναγνωστόπουλος
Η μνήμη μπορεί να μπολιάζει την καθημερινότητά μας με συναισθήματα και ιδέες σκαλίζοντας το παρελθόν. Επαναφέρει στο σήμερα σύμβολα καλά ή κακά. Αφήνει ερωτήματα για το σήμερα και το αύριο αυτού του τόπου. Έτσι λοιπόν και ο Μουρουζίδης, στη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο “Τα Σκαρπίνια” βασίζεται στη μνήμη τόσο τη δική του, όσο και των απλών ανθρώπων που συναντά, διατρέχοντας την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη, ως χημικός μηχανικός, δουλεύοντας σε εργοτάξια κατασκευής ατμοηλεκτρικών σταθμών. Τα διηγήματά του ακολουθούν τρεις άξονες.
Ο πρώτος άξονας βασίζεται σε αφηγήσεις που ο Μουρουζίδης τις πλάθει άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με τραγικότητα. Πάντα όμως με τον απόηχο των πολιτικών συνθηκών της μετεμφυλιακής Ελλάδας και της δικτατορίας του ’67. Τέσσερα διηγήματά του συνθέτουν αυτόν των πρώτο άξονα.
Στο πρώτο διήγημά του, μας μεταφέρει στο χωριό Φωτεινό της Άρτας. Μέσα στους πορτοκαλεώνες το χωριού, τα εγγονάκια των ηττημένων αριστερών του εμφυλίου, θα γελοιοποιήσουν ασυνείδητα, τους εκπροσώπους της χουντικής εξουσίας, σκαρώνοντας μία παρέλαση διαφορετική, κόντρα στις μαθητικοστρατιωτικές παρελάσεις, με σαρκαστικές εικόνες απείρου κάλλους. Η παιδική αθωότητα αντιστέκεται στη χουντική προπαγάνδα ωραιοποίησης της βαρβαρότητάς της.
Στο δεύτερο διήγημα του ίδιου άξονα, σ’ ένα επαρχιακό ταβερνοκαφενείο, όλα είναι αδρανή, μονότονα, σαν να’χει παγώσει ο χρόνος. Παρακμιακό περιβάλλον, παρακμιακή επαρχία. Μετά τον εμφύλιο, στα έρημα χωριά, κυριαρχούν οι χίτες, κομμουνιστοφάγοι, που διαλαλούν την νίκη τους, μέσα σε χωρατά, βωμολοχίες και απειλές ενάντια στους ελάχιστους δημοκρατικούς πολίτες που απέμειναν. Σ’ αυτό το περιβάλλον ζει και η μικρή Αλαξάνδρα της ΣΤ’ δημοτικού, μαζί με τη μητέρα της και την γιαγιά της, ιδιοκτήτες του καφενείου. Η μικρή ασφυκτιά, σ’ ένα πλαίσιο μισαλλοδοξίας, παραλογισμού, και άγνοιας. Μοναδικό καταφύγιο, η γνώση που της προσφέρει ο αγαπημένος της δάσκαλος, που φαντάζει σαν η μόνη επείγουσα διέξοδος φυγής από τον ανορθολογισμό. Η γνώση φαντάζει σαν τον μέσο για την απελευθέρωση από την παρακμή, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία.
Στο τρίτο διήγημα, η κατεστημένη γνώση και το σχολικό αλφαβητάριο της χούντας, μετατρέπεται χιουμοριστικά σε αλφαβήτα του αγώνα και της αντίστασης, παρά τις διώξεις και την τρομοκρατία. Και πάλι τα παιδιά, μεταφέρουν το απόηχο μιας άλλης Ελλάδας που αντιστέκεται, όταν η πλειοψηφία των Ελλήνων σιωπά.
Στο τέταρτο διήγημα αυτού του άξονα, ο Μουρουζίδης περιφέρεται στο Παγγαίο στα βήματα του Σπάρτακου. Μαζί του ο Σπάρτακος-ΕΛΑΣίτης, ο αντάρτης Δημητράκης, μονάκριβος γιος της κυραΜαρίκας. Απέναντί του ο Αναστάσης, πρώην ΕΛΑΣίτης, παγιδεύει και σκοτώνει τον αντάρτη και συγχωριανό γιο της κυραΜαρίκας. Η δύναμη της κατάρας της μάνας, η κατάρα της δημοτικής μας παράδοσης, αναλαμβάνει την τιμωρία του φονιά για τ’ άδικο.
Η “Βασούλα η καλαματιανή” πρωταγωνιστεί σε ένα διήγημα κοντά στον ίδιο άξονα. Ο Μουρουζίδης δίνει μια δυνατή εικόνα της συντηρητικής, φαλλοκρατικής πελοποννησιακής κοινωνίας. Είναι το βαθύ κράτος της Πελοποννήσου, βασικός αιμοδότης του κράτους των Αθηνών και το βασιλοχουντικών κομμάτων. Ο απόηχος μιας απεργίας των ναυτεργατών, γίνεται απλώς, ένα ακόμη εμπόδιο στην διακίνηση της καλαματιανής φούντας.
Ο δεύτερος άξονας που κινείται ο Μουρουζίδης, είναι αυτός της εμπειρίας του από τους εργοταξιακούς χώρους που εργάστηκε.
“Ο Σκαρπέλας” πρωταγωνιστής του ομώνυμου διηγήματος, είναι ο αρχιτεχνίτης που αναπαράγει την εξουσιαστική συμπεριφορά των προϊσταμένων του. Η πίεση του αγώνα για επιβίωση, η έλλειψη αλληλεγγύης, η έλλειψη ταξικής συνείδησης, ο φαύλος κύκλος της εξουσιαστικής συμπεριφοράς. Ο Μουρουζίδης δεν αγιοποιεί την εργατική τάξη. Επισημαίνει την αλλοτρίωσή της.
Στο δεύτερο διήγημα αυτού του άξονα, ο Μουρουζίδης μας μεταφέρει στον υπό κατασκευή ΑΗΣ Μελίτης – Αχλάδας Φλώρινας. Η εντατικοποίηση της δουλειάς, η πίεση των μηχανικών από τις εταιρείες για την κάλυψη των πλάνων, οδηγεί σε παράβλεψη κανόνων ασφαλείας και σε εγκληματικά δυστυχήματα. Οι εταιρείες δεν ενδιαφέρονται για το άλλο επίπεδο της τραγωδίας, στο οικογενειακό περιβάλλον του αναλώσιμου εργαζόμενου. Ο θάνατος του εργάτη είναι μέρος του πλάνου των εταιρειών στον βωμό του κέρδους.
Στον τρίτο άξονα, ο Μουρουζίδης κινείται σε αυτοβιογραφικό τόνο. Στο “Ανεμοσούρι” η εικόνα της παρακμής, από το πολιτικό πεδίο, μεταφέρεται στο προσωπικό. Ένας εφηβικός έρωτας, που οι αναπάντεχες πολλές φορές δυσκολίες και γεγονότα της ζωής, δεν τον αφήνουν να καρπίσει. Ένα ανεμοσούρι, στοιβάζει τα φύλλα και τις ζωές στο περιθώριο. Η πανκ-ροκ μουσική καταλήγει σε σπαρακτικές μπαλάντες. Τα χρώματα σταδιακά χάνουν τη λάμψη τους. Η ολάνθιστη νιότη, οδεύει στην παραίτηση και στην τρέλα. Η ομορφιά της φύσης και των σωμάτων σε μαρασμό. Σε μακρινό φόντο πάντα οι ταξικές συνθήκες: ένας πατέρας άρρωστος που διπλοδουλεύει για να τα βγάλει πέρα. Μα οι αντοχές των ανθρώπων δεν είναι δεδομένες. Όπως οι αντοχές του ίδιου του πατέρα του Μουρουζίδη στο ομώνυμο του βιβλίου αυτοβιογραφικό διήγημα “Τα Σκαρπίνια”. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, παρακολουθεί την προσπάθεια του πατέρα του να τον σπουδάσει. Είναι ίδιος ο αγώνας της ελληνικής εργατικής οικογένειας, για να ξεφύγει ο γόνος της από την φτώχια, και να μεταπηδήσει στην ασφαλέστερη μεσαία τάξη.
Το τελευταίο διήγημα του Μουρουζίδη “Αποχωρισμοί”, είναι ένας συναισθηματικός επίλογος του βιβλίου. Αυτοβιογραφικές μνήμες της παιδικής του ηλικίας, που του προκαλούν οι συχνοί αποχωρισμοί από την δική του οικογένεια εξαιτίας της φύσης της δουλειάς του. Εδώ κυριαρχεί ο τελευταίος αποχωρισμός-αποχαιρετισμός στον πατέρα του, που επιστρέφει ολοζώντανος στα όνειρά του.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει στο διήγημα “Φοβού τα σιδεράδικα”. Είναι ένα απολαυστικό σύγχρονο σατιρικό σχόλιο, για τα γυμναστήρια με τα βαράκια, τα δυνατά μπιτ και τα σεξιστικά πρωινάδικα που κυριαρχούν στην TV των γυμναστηρίων. Ο Μουρουζίδης μπορεί θαυμάσια να ελίσσεται από τα θέματα με το πολιτικό ιστορικό υπόβαθρο, στα θέματα του σήμερα, πάντα κριτικά και πάντα με χιούμορ. Καλή ανάγνωση λοιπόν.