Βαγγέλης Κούτας, ο Ευνοούμενος

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Βιβλίο / 06.01.25 ]

«… Στο μυαλό του αναδύθηκε η γριά Μάγισσα και αναλογίστηκε όλα όσα είχε βιώσει στο πρωτόγονο καλύβι της… μέχρι να τη συναντήσει, κανένας δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαρξή του…». Η μάνα του τον παράτησε μωρό κι έφυγε. Ο ψαράς πατέρας του ήταν μέθυσος. Και  η τυφλή γιαγιά του πάντα τον απόπαιρνε γιατί έμοιαζε στη μάνα του, την «πουτάνα που παράτησε το παιδί της και τη ρεζίλεψε στο χωριό». «Πιο πολύ τον τόπο έπιανα μέσα στη στενούρα το καλύβι… ήμουν ένας χαμένος, και μαζί με τον Τίμο μάς απέφευγαν σαν λεπρούς», λέει ο Περικλής.

Θυμήθηκα τον Ζενέ που έγραφε: «Ο δάσκαλος μας ζήτησε μια μέρα να γράψουμε μια μικρή έκθεση. Κάθε μαθητής έπρεπε να περιγράψει το σπίτι του. Έτυχε η δική μου περιγραφή, απ' ό,τι είπε ο δάσκαλος, να είναι η πιο όμορφη. Τη διάβασε σε όλη την τάξη κι όλα τα παιδιά άρχισαν να με κοροϊδεύουν: «Μα, δεν είναι το σπίτι του αυτό, είναι του δρόμου αυτός». Τότε βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κενό, ένιωσα να ταπεινώνομαι. Απότομα έγινα τόσο ξένος…»

«Της γκαβής ο εγγονός, ο μπάσταρδος είσαι;» ρώτησε τον Περικλή η Μάγισσα, την πρώτη φορά που πήγε στο καλύβι της έξω από το χωριό. Για όλα τα κακά του χωριού υπεύθυνη ήταν η Μάγισσα, που «είχε πίσσα αντί για αίμα», και η οποία γινόταν Μαριγούλα όταν προσέτρεχαν σ’ αυτή να τους βοηθήσει για τις ανεπιθύμητες ή τις επιθυμητές εγκυμοσύνες, για να «δέσουν» τους έρωτες, ή ακόμα για να διώξουν τους «ίσκιους» που τους σκέπαζαν. Δεισιδαιμονίες, μάγια και ξόρκια σε συνδυασμό με την οργιαστική φύση, τους βάλτους, τις λάσπες και τη φτώχεια δημιουργούν ένα περιβάλλον «μαγικού ρεαλισμού», καθώς το μαγικό, δηλαδή το ανεξήγητο, είναι  ενταγμένο πλήρως στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Οι αρρώστιες ψυχικές και σωματικές ξορκίζονταν με «καπνό, κρεμμύδια, βρασμένα σαλιγκάρια και αίμα σκαντζόχοιρου». Ώσπου ήρθαν οι Πόντιοι πρόσφυγες, ο αγροτικός γιατρός και το «σπίτι του παιδιού», που έφεραν μαζί τους την συμβολική τους τάξη, το γραμμόφωνο, τους ευρωπαϊκούς χορούς και την επιστήμη. Αυτά αρχικά αντιμετωπίστηκαν αρνητικά, εχθρικά. Οι Πόντιοι στο «νέο χωριό» ήταν απομονωμένοι από τους ντόπιους του  «παλιού χωριού». Ο ρατσισμός γεννήθηκε μαζί με την εισβολή της ξενότητας και την έλλειψη παιδείας. Μόνο οι αποκλεισμένοι του «παλιού χωριού», όπως ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Περικλής, συναντούσαν και συναναστρέφονταν τους νεοφερμένους.

Ώσπου ήρθε ο Αχιλλέας. «Όταν ήρθε ο Αχιλλέας και μου χαμογέλασε… είδα έναν άλλο κόσμο που δεν ήξερα ότι υπάρχει… Πολλές φορές σκέφτομαι τα περί αγάπης. Δεν ξέρω αν τον αγαπούσα…». Η περιγραφή μου θύμισε τον νεαρό που βιάστηκε και έλεγε πως νόμιζε ότι «έτσι είναι η αγάπη». Αλλά πιο πολύ μου θύμισε τον Ζενέ. Τον νόθο, τον αλήτη, τον κλέφτη, τον φυλακισμένο, τον «υιοθετημένο» από το γαλλικό κράτος, τον οποίο ύστερα υιοθέτησε η Γαλλική προδοτική δεξιά του Βισύ και στη συνέχεια η αντιστασιακή Αριστερά του Σαρτρ.

Τον Περικλή δεν τον υιοθέτησε ούτε η δεξιά ούτε η αριστερή διανόηση αλλά ο Αχιλλέας, το μαφιόζικο σύστημα που είχε τις ρίζες του στη χούντα και συνεχίστηκε με τις αναγκαίες προσαρμογές στην μεταπολίτευση. Καζίνο, χαρτοπαικτικές λέσχες, μπαρ, πορνεία, λαθρεμπόριο, έργα βιτρίνας και πολιτική αρμολογήθηκαν και λειτούργησαν αγαστά.

Ο Περικλής και ο Χάρης, είναι σαν «τους νταβάδες στο Μετρέ», είναι οι «θεότητες του κακού αλλά και τα απόλυτα θύματα». Οι απόκληροι είναι θύτες γιατί η κοινωνία τους όπλισε το χέρι, αποκλείοντάς τους από τους κόλπους της, ισχυρίστηκε ο Σαρτρ. Μόνο που ο Ζενέ θα δοξαστεί. Ενώ ο Περικλής θα χαθεί άδοξα από τις σφαίρες μιας ανταγωνιστικής συμμορίας μαφιόζων-νταβατζήδων. Κι αυτό λίγο πριν εγκαταλείψει την παρανομία, λίγο πριν την «αγιοσύνη». Γιατί αγιοσύνη είναι «να εξαναγκάζεις τον διάβολο να γίνεται θεός» έλεγε ο Ζενέ.

Τελικά και ο Περικλής και ο Ζενέ θα χάσουν την αθωότητά τους και θα γίνουν σαν τους «Ενόχους του 20ου αιώνα, που υποδούλωσαν και σφαγίασαν επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα…».

Αλλά τα θύματα δικαιούνται να γίνουν και θύτες;  Σ’ αυτό το σημείο ξέσπασε η μεγάλη διαμάχη Σαρτρ και Καμύ. Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε: «ούτε θύτες ούτε θύματα, ούτε και στην καζουιστική του αίματος».

Αυτά είναι σκέψεις που προκλήθηκαν από την ανάγνωση του μυθιστορήματος «Ο ευνοούμενος», που ακτινογραφεί την ελληνική επαρχία, τις φρικτές ανισότητες και την στρατολόγηση φτωχών παιδιών από μαφιόζους κάθε λογής.…

Βαγγέλης Κούτας

ο Ευνοούμενος

μυθιστόρημα

εκδόσεις Κέδρος