Επιλογή-Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Στις απόψεις του κ. Βαρουφάκη απαντά ο Βίνσεντ Ναβάρο, καθηγητής Δημόσιας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Παν/μιο Τζον Χόπκινς των ΗΠΑ και στο Παν/μιο Pompeu Fabra, της Καταλονίας. Το άρθρο του Β. Ναβάρο, με τίτλο “Is the Nation-State and Its Welfare State Dead? A Critique of Varoufakis” ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στις απόψεις του Γ. Β. τόσο για το τι ακριβώς είναι η υπερεθνική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, εντοπίζοντας ότι το “έλλειμμα δημοκρατίας” οφείλεται στην παγιωμένη ισχύ του κεφαλαίου στα όργανα διακυβέρνησης εις βάρος της εργασίας, όσο και στο ότι η αλλαγή αυτών των σχέσεων μπορεί να λάβει χώρα στο επίπεδο του έθνους-κράτους, εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση σύγκρουσης με το εγχώριο και ευρωπαϊκό κατεστημένο. Επίσης αναφέρεται εκτενώς και με ιδιαίτερα κριτικό τρόπο στις προτάσεις του Γ.Β. για τον οριστικό ενταφιασμό του κοινωνικού κράτους με ένα επίδομα προς όλους τους πολίτες.
Πάντα διαβάζω τα κείμενα του Γ. Βαρουφάκη με μεγάλο ενδιαφέρον και συχνά συμφωνώ με τα λεγόμενά του, ιδίως με την κριτική του στην τρόικα και στο Eurogroup. Επίσης συμφωνώ με την έκκλησή του για πανευρωπαϊκή κινητοποίηση ώστε να επιβληθούν δημοκρατικές διαδικασίες στους θεσμούς που κυβερνούν την ΕΕ, αν και διαφωνώ με τον τρόπο που προτείνει να γίνει αυτό. Πιστεύει (λανθασμένα, νομίζω) ότι η ισχύς των εθνών-κρατών πρακτικά έχει εξαλειφθεί μέσα στην ΕΕ. Ότι πλέον δεν μετρούν. Με βάση την εμπειρία του, όταν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση του Σύριζα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, συμπεραίνει ότι τα έθνη-κράτη δεν έχουν πλέον καμιά ισχύ/εξουσία. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών-μελών έχουν μετασχηματιστεί σε απλούς ιμάντες μεταβίβασης των αποφάσεων της τρόικας και των θεσμών που αυτή εκπροσωπεί. Σε μία από τις πρόσφατες δημοσιεύσεις του γράφει, “οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαβιβάζουν στα κοινοβούλια ό,τι αποφασίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο (στην Κομισιόν ή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) και τα κοινοβούλια διεκπεραιώνουν τις εντολές που λαμβάνουν από αυτούς τους θεσμούς” (Yanis Varoufakis και Gerard Pisarello, Un plan para Europa, σ. 89).
Υπάρχουν εναλλακτικές
Αναμφίβολα, τα κοινοβούλια περιορίζονται ασφυκτικά από τα ευρωπαϊκά όργανα. Κανείς δεν διαφωνεί σ' αυτό. Αλλά είναι υπερβολή να λέγεται ότι τα κοινοβούλια έχουν χάσει όλη την ισχύ τους. Και είναι λάθος να δέχεται κανείς ότι οι κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια εφαρμόζουν πολιτικές λιτότητας (με περικοπές στο κράτος πρόνοιας), ισχυριζόμενα ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Για παράδειγμα, η σοσιαλιστική κυβέρνηση υπό τον Θαπατέρο στην Ισπανία θα μπορούσε να μειώσει τα δημόσια ελλείμματα είτε με περικοπή κρατικών δαπανών είτε με αύξηση φόρων. Ο Θαπατέρο επέλεξε το πρώτο για να αποφύγει το δεύτερο. Έκοψε τις συντάξεις του Δημοσίου για να εξοικονομήσει 1,2 δισ. ευρώ , ενώ θα μπορούσε να βρει πολύ περισσότερα (2 δισ.) χρήματα αναστρέφοντας τους φόρους επί των ακινήτων [φορολογώντας τη μεγάλη ιδιοκτησία]. Το ίδιο έκανε ο Ραχόι του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος. Έκοψε 6 δισ. ευρώ από το εθνικό σύστημα υγείας, ενώ μπορούσε να εισπράξει το ίδιο ποσό καταργώντας τις περικοπές φόρων για τις μεγάλες εταιρείες. Τα κοινοβούλια έχουν ακόμη εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να αμφισβητούν την πολιτική της λιτότητας. Είδαμε πώς η πορτογαλική κυβέρνηση δεν εφάρμοσε τις πολιτικές της λιτότητας που επιβλήθηκαν από την Κομισιόν.
Οι αλλαγές στην ΕΕ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν, εκτός από τις πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις που υποστηρίζει ο Βαρουφάκης, αντιδράσεις από συνασπισμούς κρατών ενάντια στις πολιτικές που επιβάλλουν οι θεσμοί που κυβερνούν την Ευρωζώνη. Είναι λάθος να δέχεται κανείς τη δικαιολογία που προβάλλουν συντηρητικές, φιλελεύθερες και πολλές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις όταν εφαρμόζουν τις εξαιρετικά αντιλαϊκές περικοπές δημοσίων και κοινωνικών δαπανών – ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει άλλη λύση. Έχουν εναλλακτικές που δεν είναι πρόθυμες να παραδεχθούν. Στην πραγματικότητα, πολλές από αυτές τις κυβερνήσεις (ιδίως φιλελεύθερες και συντηρητικές) πετυχαίνουν, μέσω των αντιλαϊκών πολιτικών, αυτό που πάντα ήθελαν: να μειώσουν τη δύναμη των εργαζομένων και να διαλύσουν το κράτος πρόνοιας. Αυτό που βλέπουμε είναι μια συμμαχία του ισχυρού και κυρίαρχου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κατεστημένου σε κάθε χώρα που υποστηρίζει τις δημόσιες πολιτικές που προωθεί η τρόικα και το κατεστημένο της ΕΕ, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να περάσουν από τα κοινοβούλια αλλιώς. Χρησιμοποιούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που δεν έχουν δημοκρατική λογοδοσία, για να πετύχουν αυτό που πάντα ήθελαν, με τη δικαιολογία ότι “δεν υπάρχουν εναλλακτικές”. Είναι προφανές ότι υπάρχουν εναλλακτικές.
Ο Βαρουφάκης και Καθολικό Βασικό Εισόδημα (UBI - Universal Basic Income)
Μια δεύτερη σημαντική διαφωνία αφορά την απόρριψη εκ μέρους του Βαρουφάκη του κράτους πρόνοιας, και την αντικατάστασή του με ένα Καθολικό Βασικό Εισόδημα (UBI). Στη συνδιάσκεψη στην οποία παραπέμπω (“Future of Work”, Ζυρίχη, 5 Μαΐου 2016, Gottlieb Duttweiler Institute -βίντεο), συνοψίζει τα βασικά σημεία της άποψής του για την τρέχουσα κατάσταση του καπιταλισμού και γιατί η καθιέρωση του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος θα έπρεπε να αποτελεί το επίκεντρο της στρατηγικής για να επιλυθούν τα προβλήματα που δημιουργεί ο καπιταλισμός στην παρούσα φάση. Ξεκινά, κάπως προκλητικά (κάτι που φαίνεται να απολαμβάνε, καθώς αυτό το ύφος το χρησιμοποιεί συχνά), λέγοντας ότι “η σοσιαλδημοκρατία (συμπεριλαμβανομένης της αμερικανικής εκδοχής της: της πολιτικής του Νιου Ντιλ στις ΗΠΑ) και οι πολιτικές της είναι νεκρές, είναι τελειωμένες και δεν μπορούν να αναβιώσουν”. Προσθέτει ακόμη ότι το “κράτος πρόνοιας (η δημόσια πολιτική μεταβιβάσεων εισοδήματος και οι δημόσιες υπηρεσίες όπως η φροντίδα υγείας, η εκπαίδευση, οι κοινωνικές υπηρεσίες κοκ) έχει τελειώσει οριστικά”. Υποστηρίζει πως το κράτος πρόνοιας, σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορεί να συνεχιστεί: η χρηματοδότησή του δεν μπορεί να διατηρηθεί, επειδή τα κονδύλια που καταβάλλονται γι' αυτό προέρχονται από τα χρήματα της μισθοδοσίας που θα μειωθούν λόγω της μείωσης του αριθμού των εργαζομένων και των μισθών τους. Αποδίδει αυτή τη μείωση στις επαναστατικές τεχνολογικές αλλαγές, προσθέτοντας και τη δική του φωνή στον αυξανόμενο αριθμό συγγραφέων που πιστεύουν ότι η ψηφιακή και η ηλεκτρονική επανάσταση θα δημιουργήσουν ένα μέλλον χωρίς θέσεις εργασίας.
Άλλο ένα σημείο της ομιλίας του αφορά το ότι η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας (δηλ. η επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα εις βάρος της παραγωγικής οικονομίας) επιτείνει το πρόβλημα όχι μόνο της χρηματοδότησης του κράτους πρόνοιας, αλλά και της αναπαραγωγής του ίδιου του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο τραπεζικός τομέας έχει υποκαταστήσει τη βιομηχανία (και άλλα στοιχεία της παραγωγικής οικονομίας). Το νόημα είναι ότι στις ΗΠΑ το κέντρο της οικονομικής εξουσίας έχει περάσει από το Ντιτρόιτ στη Γουόλ Στριτ, δημιουργώντας μείζον πρόβλημα, επειδή η συρρίκνωση της παραγωγικής οικονομίας συνεπάγεται μικρότερο αριθμό θέσεων εργασίας και περαιτέρω μείωση των μισθών, δηλαδή χαμηλότερη ζήτηση, προκαλώντας την τρέχουσα κρίση. Λόγω των παραπάνω, η λύση είναι να φορολογηθούν ομάδες υψηλού εισοδήματος και να κατανεμηθούν αυτά τα χρήματα σε όλους ως εισόδημα, μοιράζοντας το ίδιο ποσό σε κάθε πολίτη, πράγμα που αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος. Τα χρήματα αυτά θα δώσουν δύναμη στους πολίτες, επιτρέποντάς τους να διαπραγματεύονται με τους εργοδότες υπό καλύτερες συνθήκες. Το Καθολικό Βασικό Εισόδημα θα δημιουργήσει ζήτηση και κατανάλωση που θα παράσχουν ερεθίσματα για την οικονομία, ώστε να επιστρέψει στους αναγκαίους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Πιστεύω ότι αυτά είναι τα βασικά σημεία του Βαρουφάκη και ελπίζω ότι συνόψισα σωστά τις απόψεις του.
Τι πρόβλημα έχουν αυτές οι θέσεις;
Αρκετά προβλήματα. Το ένα είναι ότι παρουσιάζουν ανακριβώς τη σοσιαλδημοκρατία. Ιστορικά, η σοσιαλδημοκρατία εξέφρασε την εξέλιξη μιας στρατηγικής που στόχευε στο να διασφαλίζει μεταβιβάσεις και να παρέχει δημόσιες υπηρεσίες ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός, ενώ αυτές οι μεταβιβάσεις και οι δημόσιες υπηρεσίες χρηματοδοτούνταν σύμφωνα με την ικανότητα του κάθε πολίτη -ο προσδιορισμός της ικανότητας και των αναγκών γινόταν μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας. Αυτή η στρατηγική οδήγησε στην εδραίωση και επέκταση του κράτους πρόνοιας που βασίζεται στην προοδευτική φορολόγηση [που αυξάνεται ανά κλίμακα εισοδήματος]. Αυτό που παρουσιάζει, όμως, ο Βαρουφάκης ως σοσιαλδημοκρατική πολιτική στην πραγματικότητα είναι χριστιανοδημοκρατική πολιτική. Η χριστιανοδημοκρατία (που ιδρύθηκε από τον Μπίσμαρκ) ήταν εκείνη που βάσισε τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας στις συνεισφορές μέσω της αγοράς εργασίας. Το κράτος πρόνοιας που έχει τις ρίζες του στο σύστημα ασφάλισης ήταν περισσότερο ένα χαρακτηριστικό του συντηρητικού δρόμου παρά του σοσιαλδημοκρατικού. Με βάση αυτή την παράδοση, οι κοινωνικές παροχές δεν ήταν καθολικές και η χρηματοδότηση δεν συμβάδιζε με την ικανότητα του καθενός, αλλά με τον τύπο της εργασίας που έκανε. Οι εισφορές δεν προέρχονται από την ικανότητα και την ιδιότητα του καθενός, αλλά σύμφωνα με τη δουλειά του καθενός. Αυτή η διάκριση είναι σημαντική.
Αυτή την προσέγγιση, τη συντηρητική ή χριστιανοδημοκρατική παράδοση (που, επαναλαμβάνω, βασίζει τη χρηματοδότηση του κράτους πρόνοιας στις εισφορές της αγοράς εργασίας), αποκαλεί ο Βαρουφάκης κράτος πρόνοιας. Η χρηματοδότηση αυτού του τύπου μπορεί να αντιμετωπίσει όντως δυσκολίες, επειδή τα δημόσια έσοδα ασφάλισης εξαρτώνται από τις εισφορές των εργαζομένων και από τα επίπεδα μισθών και εισφορών. Αυτός ο τύπος του κράτους πρόνοιας αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα και όχι ο σοσιαλδημοκρατικός τύπος, στον οποίο η χρηματοδότηση προέρχεται από τα γενικά κρατικά έσοδα και όχι από την αγορά εργασίας.
Οι σχέσεις ισχύος ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι πρωταρχικές όσον αφορά τη διαμόρφωση του κράτους
Στο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, τα κρατικά έσοδα σχετίζονται μόνο με την πολιτική βούληση του κράτους όσον αφορά το πόσο θα φορολογήσει το κεφάλαιο και πόσο την εργασία, κάτι που εξαρτάται πρωτίστως από τις σχέσεις ισχύος που υπάρχουν εντός του κάθε έθνους-κράτους. Σε χώρες όπως αυτές της Σκανδιναβίας, με ισχυρά εργατικά κινήματα, το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που διοχετεύεται στην εργασία είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που διοχετεύεται στο κεφάλαιο. Στις χώρες όπου τα εργατικά κινήματα είναι αδύναμα, όπως στη Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία), το εθνικό εισόδημα που διοχετεύεται στην εργασία είναι πολύ χαμηλότερο και το μερίδιο που παίρνει το κεφάλαιο πολύ μεγαλύτερο. Το πώς διανέμεται το εθνικό εισόδημα και πώς επιτυγχάνονται περισσότερα δημόσια έσοδα φορολογώντας τους εργαζόμενους ή φορολογώντας το κεφάλαιο είναι πολιτικό ζήτημα. Όμως, όσο ο λαός υποστηρίζει το κράτος πρόνοιας, αυτό θα χρηματοδοτείται. Υπάρχουν αρκετά χρήματα στις νότιες χώρες ώστε να προσφέρεται ένα αναπτυγμένο κράτος πρόνοιας. Το πρόβλημα είναι ότι το κράτος δεν τα συλλέγει, επειδή οι συντηρητικές δυνάμεις είναι πολύ ισχυρές σ' αυτές τις χώρες.
Το πρόβλημα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τόσο της ΕΕ όσο και στη Β. Αμερική, είναι ότι το εισόδημα που προέρχεται από το κεφάλαιο έχει επικρατήσει εις βάρος της εργασίας. Το εισόδημα που προέρχεται από το κεφάλαιο έχει αυξηθεί σε τεράστιο βαθμό, ενώ το εισόδημα που προέρχεται από την εργασία έχει μειωθεί δραματικά. Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα. Η κυριαρχία του κεφαλαίου (με επικεφαλής το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο) μέσα στους θεσμούς του ευρωπαϊκού κατεστημένου εξηγεί αυτή την κατάσταση. Η έλλειψη δημοκρατίας στους θεσμούς της ΕΕ βασίζεται σ' αυτό το δεδομένο. Και δεν έχει καμιά σχέση με τις τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό που χρειάζεται είναι η αντιστροφή των σχέσεων ισχύος και η αύξηση του εργατικού εισοδήματος με μείωση του εισοδήματος του κεφαλαίου, πράγμα που επίσης απαιτεί αλλαγές στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ελπίζω ο Βαρουφάκης να συμφωνεί μ' αυτό.
Υπάρχουν λύσεις;
Όμως, αν συμφωνεί, τότε η λύση είναι να φορολογηθεί εκτεταμένα το κεφάλαιο, επειδή δεν πληρώνει τίποτα από τη δεκαετία του 1980. Αυτό είναι δυνατό αν υπάρχει η πολιτική βούληση στο επίπεδο του κάθε κράτους και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το πρόβλημα της ΕΕ είναι ότι ελέγχεται πλήρως ή επηρεάζεται βαθύτατα από τον χρηματοπιστωτικό και εξαγωγικό καπιταλισμό (πρωτίστως από το γερμανικό κράτος). Το πρόβλημα δεν είναι πού θα βρεθεί χρήμα. Ξέρουμε πού υπάρχει χρήμα. Νομίζω ότι ο Βαρουφάκης κι εγώ συμφωνούμε ως προς αυτό. Η διαφωνία μας δεν αφορά το από πού θα προέλθει το χρήμα (διότι υποθέτω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι μέρος του θα πρέπει να προέλθει από εκείνους που επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την τρέχουσα κρίση), αλλά πού θα πρέπει να δοθεί. Σύμφωνα με το Καθολικό Βασικό Εισόδημα, θα πρέπει να δοθεί το ίδιο ποσό χρήματος σε κάθε πολίτη - θα πρέπει να είναι βασικό δικαίωμα όλων. Αλλά, γιατί το ίδιο ποσό στον καθένα; Ποιος είναι ο σκοπός; Εάν είναι να μειώσουμε τη φτώχεια, μπορεί να αποδειχθεί ότι η φτώχεια μειώνεται πιο αποτελεσματικά και με μικρότερο κόστος (όπως έχουν κάνει οι χώρες με σοσιαλδημοκρατική παράδοση) μέσω ενός συνόλου μεταβιβάσεων και δημόσιων υπηρεσιών (δηλ. του κράτους πρόνοιας). Το ίδιο ισχύει με τις ανισότητες. Εάν θέλει κανείς να μειώσει τις ανισότητες, μπορεί να τα καταφέρει πολύ καλύτερα δίνοντας χρήματα σε εκείνους που έχουν λιγότερα (και όχι το ίδιο ποσό).
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να συνεχίσω τα ερωτήματα. Γιατί χρειαζόμαστε το Καθολικό Βασικό Εισόδημα; Συμφωνώ με τον Βαρουφάκη ότι δίνοντας χρήματα σε εκείνους που δεν έχουν θα τους ενισχύσουμε και θα μπορούν να προβάλουν περισσότερες αντιστάσεις σε άθλιες θέσεις εργασίας, εφόσον δεν θα χρειάζονται χρήματα για την επιβίωσή τους. Αλλά και πάλι μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός με το εγγυημένο βασικό εισόδημα, κάτι που είναι διαφορετικό από το Καθολικό Βασικό Εισόδημα. Θα μπορούσε να θεσμοθετηθεί ότι κανείς, σε μια χώρα, δεν θα παίρνει λιγότερα από αυτό το βασικό εισόδημα. Και εάν παίρνει λιγότερα, το κράτος θα πληρώνει όσα χρειάζονται να συμπληρωθεί αυτό το ποσό. Οι φτωχοί θα παίρνουν το ίδιο ποσό ή και παραπάνω από το Καθολικό Βασικό Εισόδημα, και με μικρότερο κόστος. Αλλά αυτή η διαδικασία είναι διαφορετική από την παροχή σε όλους του ίδιου ποσού. Επιπλέον πιστεύω ότι είναι λάθος χώρες της Νότιας Ευρώπης (όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία) να έχουν φτωχό κράτος πρόνοιας (λόγω της τεράστιας εξουσίας του κεφαλαίου επί της εργασίας σ' αυτές τις χώρες) και να προσπαθούν να υποκαταστήσουν το ανεπαρκές κράτος πρόνοιας με το Καθολικό Βασικό Εισόδημα. Η Ισπανία, π.χ., έχει τεράστιο έλλειμμα χρηματοδότησης όλων των δημόσιων υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας, από την υγεία μέχρι την εκπαίδευση, την φροντίδα των παιδιών και πάει λέγοντας. Το να ζητά κανείς Καθολικό Βασικό Εισόδημα, αντί για ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα, αποτελεί απλώς μέσο περισπασμού της κοινής γνώμης. Η προσπάθεια για ένα πρόγραμμα με σκοπό να μειωθούν η φτώχεια και οι ανισότητες μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα ακολουθώντας τις αρχές της σοσιαλιστικής δημόσιας πολιτικής: “στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του, από τον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του”.