Όταν φιμώνουν την ιστορία...

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 22.11.19 ]

 «Όταν φιμώνουμε την ιστορία είναι σα να την προκαλούμε να επαναληφθεί» έγραφαν πριν από 6-7 χρόνια, αν θυμάμαι καλά, οι «New York Times» για το μυθιστόρημα του Jo Nesbo, «Κοκκινολαίμης». Αυτό ακριβώς ζήσαμε τούτες τις μέρες της 46ης επετείου από την εξέγερση και την θυσία του Πολυτεχνείου. Ζήσαμε τη απίστευτη βαρβαρότητα, την απίστευτη χυδαιότητα και την καταστατική αποθεσμοποίηση της δημοκρατίας, προκειμένου να καθιδρυθεί ο φόβος ως ηγεμονικό επιχείρημα ταξικής ασυδοσίας ώστε να φιμωθεί η ιστορία. Όλες οι εκδοχές του κυρίαρχου λόγου σε αυτό συνέκλιναν, με κυρίαρχο βέβαια τον οπτικοακουστικό καισαρισμό. Μια ταξική συσκότιση (αντιγράφω όρους από άρθρο του Νίκου Σκοπλάκη στην «Αυγή», 7 Μαρτίου 2013), που οδηγεί σε συσκότιση εννοιών.

Αυτό το ακραίο παιχνίδι φίμωσης των ιστορικών εννοιών παίζεται τούτες τις μέρες, υπό την απειλή τελεσιγράφου του Χρυσοχοΐδη και την συνεπικουρία Βορίδη, τώρα που πλησιάζει η επέτειος του φόνου του Αλέξη Γρηγορόπουλου από τον Κορκονέα.

Αυτό το ακραίο παιχνίδι σπάζει τα κεφάλια των παιδιών και τα οδηγεί σιδηροδέσμια στα δικαστήρια, αφού πρώτα τα υποχρεώνει να περάσουν από τα Καυδιανά Δίκρανα των οιονεί δολοφόνων ένστολων μασκοφόρων και την  συστημική ευπιστία των ανακριτών και των  εισαγγελέων.

Αυτό το ακραίο παιχνίδι που απορριματώνει τα όνειρα των παιδιών και τα παιδιά που ονειρεύονται, σε μια τερατώδη βιοπολιτική χειραγωγήσεων.

Αυτό το ακραίο παιχνίδι που εκκωφαντικά προτυπώνει τον λιπόθυμο νου μπροστά στα γεγονότα, αυτό παρακολουθούμε. Και όσο το παρακολουθούμε χωρίς να βάζουμε το χέρι στη φωτιά, τόσο το παιχνίδι αγριεύει. Τόσο η ιστορία θα προκαλείται ώστε να επαναληφθεί, υπό την μυθευτική αδειοδότηση μιας υποταγμένης αντίληψης του κόσμου. Όταν δηλαδή το πεδίο της διεκδίκησης θα είναι νεκρωμένο και έγκλειστο μέσα στην ταφική κοινωνία των εγώκοσμων.

Γι’ αυτό σπάζουν κεφάλια με την απτή μέθοδο των ταξικών νομοσχεδίων.

Γι’ αυτό χλευάζουν το δάκρυ, σφυροκοπώντας τις δημοκρατικές αρθρώσεις που συγκροτούν ένα κράτος δικαίου.

Γι’ αυτό αλλοιώνουν το ψεύδος και το πηγαίνουν, σημαιοστολισμένο, στις αρμονικές συχνότητες της αλήθειας,  ώστε η πολιτική να μην είναι «η εξισορρόπηση ανάμεσα στην πειθαρχία των ιδεών και την έκπληξη των περιστάσεων» όπως λέει ο Αλέν Μπαντιού.

Και είναι γι’ αυτό που στις μέρες μας το όλον ποίημα δεν φτάνει στον φυσικό του αποδέκτη. Γιατί στις μέρες μας δεν χρειάζεται να καεί το βιβλίο. Έχει ήδη καεί η πορεία του. Ίσως και ο δημιουργός του. Ή ο αναγνώστης.

Αλλά τότε τι;

Τότε, λέω, παραμένει αείκαυστος η επιθυμία για το ποίημα. Η επιθυμία για νεότητα που μισούν οι δολοφόνοι. Οι ψευδείς υπάρξεις απέναντι σ’ αυτό το αήττητο. Αυτό το ανυποχώρητο, όταν πέφτουν όλες οι αυλαίες των απαντήσεων. Όταν τα φώτα σβήνουν στο απέραντο θέατρο του κόσμου κι ακούγεται μονάχα ο συριγμός του άδειου, που σημαίνει πως οι ερωτήσεις παραμένουν ανοιχτές.

Βραδιάζει κι απόψε…