Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» και έντεκα άλλων, πέθανε την Τρίτη 13 Ιουνίου σε ηλικία 89 ετών.
Θυμάμαι τον «τρελό» δολοφόνο στο «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους», το τρομερό του βλέμμα, το προσηλωμένο στο τίποτα. Αυτός ο «τρελός δολοφόνος» αντιστοιχεί στον σύγχρονο πολιτισμό του θανάτου και παραπέμπει στην αυτονομημένη στρατιωτική μηχανή που λειτουργώντας ανεξέλεγκτα μπορεί να σημάνει την κατάργηση των ανθρώπων, των πολιτισμών, του κόσμου.
Ο Κόρμακ Μακάρθι έλεγε το 1992 πως «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς αιματοχυσία» (Times). Και προσέθετε: «Νομίζω ότι η ιδέα πως το είδος μπορεί να βελτιωθεί με κάποιο τρόπο, ότι όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά, είναι πραγματικά επικίνδυνη. Όσοι το πιστεύουν, είναι οι πρώτοι που εγκαταλείπουν την ψυχή τους, την ελευθερία τους. Η επιθυμία σας να ισχύει κάτι τέτοιο, θα κάνει εσάς σκλάβους και τη ζωή σας κενή». Και δεν έχει άδικο, στο πλαίσιο του καπιταλισμού η πίστη στην «αρμονική ζωή» είναι για αφελείς και σκλάβους.
Ο Μακάρθι αρνιόταν τα λογοτεχνικά σαλόνια και τις συνεντεύξεις. Προτιμούσε τα μπιλιάρδα και την παρέα επιστημόνων από το Santa Fe Institute στο Νέο Μεξικό, ενός επιστημονικού ερευνητικού κέντρου που συνίδρυσε ο φίλος του Μάρεϊ Γκελ-Μαν, ένας νομπελίστας φυσικός.
Αρνήθηκε να διδάξει δημιουργική γραφή, χαρακτηρίζοντάς την «απάτη», και δεν έκανε ποτέ περιοδεία ούτε δημόσιες αναγνώσεις. Όσον για τις υπογραφές βιβλίων, δήλωσε στη Wall Street Journal ότι υπέγραψε 250 αντίτυπα του «The Road» και τα έδωσε όλα στον μικρότερο γιο του, Τζον, «ώστε όταν γίνει 18 ετών να τα πουλήσει και να πάει στο Λας Βέγκας ή κάτι τέτοιο».
Κανένα από τα πέντε πρώτα βιβλία του δεν πούλησε περισσότερα από 3.000 αντίτυπα, ενώ ακόμη και οι εγκωμιαστικές κριτικές για τα μυθιστορήματά του εστίαζαν περισσότερο στο ότι δεν ήταν και τα πιο ευχάριστα για ανάγνωση. Είχε ένα ιδιαίτερο ύφος, απογυμνωμένο τις περισσότερες φορές από σημεία στίξης και καταργώντας εντελώς άνω και κάτω τελεία και εισαγωγικά.
Έλαβε το National Book Award και το National Book Critics Circle Award για το «All the Pretty Horses» (1992), ένα από τα πιο ρομαντικά γουέστερν του, και το βραβείο Πούλιτζερ (Μυθοπλασίας) για το «The Road» (2006), το οποίο μιλά για έναν πατέρα και το γιο του, που διασχίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από μια απροσδιόριστη καταστροφή.
Το 2009, έγινε ο δεύτερος συγγραφέας, μετά τον Φίλιπ Ροθ, που έλαβε το βραβείο PEN/Saul Bellow για την προσφορά του στην αμερικανική μυθοπλασία.
«Οτιδήποτε δεν σου αφαιρεί χρόνια ζωής και δεν σε οδηγεί στην αυτοκτονία, δύσκολα αξίζει τον κόπο», έλεγε το 2009, εξηγώντας γιατί έγραφε μυθιστορήματα και όχι διηγήματα. Και πρόσθετε: «Η δημιουργική εργασία συχνά καθοδηγείται από τον πόνο…».