Έλληνες μετανάστες: Μίσος και Αξιοπρέπεια

[ ARTI news / Ελλάδα / 10.11.19 ]

Διαβάζουμε πως «Οι Έλληνες εργοδότες συμπεριφέρονται σαν σκουπίδια στους συμπατριώτες τους στην ομογένεια.» Γνωρίζουμε πως είναι λάθος κάθε γενίκευση, αλλά το γεγονός ότι μπορεί οι νέοι Έλληνες μετανάστες της σημερινής κρίσης να γίνονται δεκτοί με τον πλέον σκληρό τρόπο από τους συμπατριώτες τους στη Γερμανία, στην Αυστραλία, στην Αστόρια και αλλού, είναι απίστευτο, θλιβερό. Διαβάζω ένα άρθρο με τίτλο «Έλληνας μάγειρας στη Γερμανία: Αηδίασα με τους Έλληνες εργοδότες», από το site bangladeshnews.gr, που μια βδομάδα πριν είχε δημοσιεύσει το «Έλληνας σεφ στην Αυστραλία: Οι Έλληνες εργοδότες συμπεριφέρονται σαν σκουπίδια στους συμπατριώτες τους». Κάποιος άλλος γράφει ότι «ακόμα και εδώ στον Καναδά τα ίδια γίνονται και χειρότερα. Για αυτό και δεν ασχολούμαι με κανέναν τους». Άλλος δηλώνει: «Να μην έχετε καμία επιφύλαξη… δυστυχώς, να δείτε μαρτυρίες που έχω μαζέψει εγώ στη Σκανδιναβία, που έφταναν μέχρι ξυλοδαρμούς!». Στην Μελβούρνη, στην Αστόρια, παντού ανάλογα περιστατικά… Οι "νοικοκυραίοι" είναι ίδιοι παντού. Αλλά, ευτυχώς,είναι και οι άλλοι, οι άνθρωποι της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας...

Οι Έλληνες του αγώνα και της αξιοπρέπειας

Η ταινία του Λεωνίδα Βαρδαρού, «Ludlow, οι Έλληνες στους πολέμους του Άνθρακα αφηγείται την ιστορία της σύγκρουσης του 1913-14 μεταξύ της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής (United Mine Workers of America) και των εταιρειών άνθρακα υπό την ηγεσία του Ροκφέλερ. Οι Έλληνες ανθρακωρύχοι, ξεριζωμένοι από τον τόπο τους από την σκληρή πραγματικότητα μιας χρεοκοπημένης Ελλάδας και με τις ψεύτικες υποσχέσεις των δουλεμπόρων της εποχής, είχαν καταλήξει στο μακρινό Κολοράντο να δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες στα ορυχεία του Ροκφέλερ και του συναφιού του. Οι εταιρείες είχαν στη δούλεψή τους ιδιωτικούς στρατούς από εγκληματικά στοιχεία και τον πολιτειακό στρατό (εθνοφρουρά ή πολιτοφυλακή) που είχε σαν μοναδικό καθήκον την καταστολή απεργιών. Η Ένωση Ανθρακωρύχων είχε μόνο τους απεργούς. Η βία που από την αρχή χαρακτήρισε αυτή την ταξική αναμέτρηση, κορυφώθηκε με τη Σφαγή του Λάντλοου στις 20 Απρίλιου του 1914 – τη δολοφονία πολλών γυναικόπαιδων και την εν ψυχρώ εκτέλεση από την εθνοφρουρά τριών συνδικαλιστών μεταξύ των οποίων και ο Κρητικός Λούης Τίκας, ηγέτης των Ελλήνων απεργών.

Και τότε, πριν έναν αιώνα, συνέβαιναν ακριβώς τα ίδια. Η Φρόσω Τσούκα(υπεύθυνη έρευνας και παραγωγής του ντοκιμαντέρ) αφηγείται:

«Η ταινία πάει πέρα από τη σφαγή του Λάντλοου. Για  διάφορους λόγους έχει αποκρυφτεί η συνέχεια που είναι ο Πόλεμος των Δέκα Ημερών. Όταν μιλάνε για το Λάντλοου συνήθως σταματάνε στη σφαγή για να δείξουν τους απεργούς ως θύματα. Εμείς θέλαμε να δείξουμε ότι ήταν αγωνιστές που ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στη βία των απεργιών. Με το καθεστώς της επί συμβάσει δουλείας μεταφέρθηκαν οι φτωχοί της Ευρώπης στην Αμερική. Τους πλήρωναν τα εισιτήρια και μεταφέρονταν στην Αμερική για να ξεπληρώσουν το χρέος, πράγμα που δεν κατάφερναν ποτέ και έμεναν σκλάβοι για πάντα».

 Ο Λούης Τίκας  

 Ο Λούης Τίκας θεωρείται ήρωας της αμερικανικής εργατικής τάξης, που σκοτώθηκε στις 20 Απριλίου 1914 (28 χρόνων) από πληρωμένους φρουρούς των εταιρειών μεταλλείων, στη διάρκεια των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων.

  Ο Λούης Τίκας (1886-1914) γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Το 1906 σε ηλικία 20 χρονών μετανάστευσε στις ΗΠΑ και από την Νέα Υόρκη, όπου πρωτοέφτασε, κατάληξε στο νότιο Κολοράντο, για να εργαστεί στα ορυχεία. Το 1910 έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα και άνοιξε καφενείο στην πόλη Ντένβερ, στην οποία τότε ζούσαν περίπου 240 Έλληνες, με κέντρο την οδό ''Μάρκετ'' γνωστή ως ''Greek Town''. Οι περισσότεροι Έλληνες, ήταν εργάτες στα ορυχεία.
Ο Τίκας, έγινε μέλος της συνδικαλιστικής Ένωσης των ''Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου'' (Wobblies). Εργάστηκε στα ορυχεία στην περιοχή Πουέμπλο. Αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του, επειδή μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του, που ήταν αγράμματοι και δεν μπορούσαν να διεκπεραιώσουν τις συναλλαγές τους με την τράπεζα.
Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες, όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά και στη Γιούτα και στη Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με άθλιες συνθήκες και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα, ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν μεσαιωνική. Από το 1910 ίσαμε το 1913, συνολικά 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά, ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δύο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Το 1912, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου έπιασε δουλειά στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο. Στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Τότε αναδείχτηκαν οι ηγετικές του ικανότητες και  κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη». Στην διάρκεια αυτής της απεργίας, συνέβησαν πολλά: 'Όργιο εγκάθετων, ''προβοκάτσιες'' (έβαλαν σκόπιμα φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Λούης Τίκας ήρθε σε επαφή με την «'Ενωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις περιοχές των ορυχείων του Ντένβερ και του Πουέμπλο και να συγκεντρώνει στοιχεία για δυστυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13. Επίσης, για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων. Ενημερώνει πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει ''βιομηχανικός πόλεμος'', όπως τον ονομάζει.
Ο "Λούης ο Έλληνας" (Louis the Greek) ή ο "Λίο ο Κρητικός" (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν, έγινε θρύλος. Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ, δεν υποχωρούν.
Η αιματηρή απεργία
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13.000 ανθρακωρύχοι. Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν - ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι. Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Το επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών, ίσαμε 11 χρονών και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό, βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου 1914 και την νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Γούντρο Γουίλσον, έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα - ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί - και σε μια παρωδία δίκης, που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές, αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.

 Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα.

- Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη σε σιωπηλή διαμαρτυρία.
- Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας "Masses". Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.
- Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
- Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: "Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας", όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
- Την ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας (1991), γράφοντας την βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
- Τον χρόνο 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
- Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλοπρεπές μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.