Άρτα: Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου*

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ήπειρος / 24.01.23 ]

Τόπος, τελικά, θα πει χρόνος. Η αναγνώριση ενός τόπου δεν ολοκληρώνεται παρά περι-διαβάζοντας τα ίχνη των ανθρώπων που τον περπάτησαν, τα συναισθήματα που γέννησε, τις ιδέες που εξέθρεψε, τις συγκρούσεις, τις μάχες και τις συμφιλιώσεις. 

Έξω από τις δύο πύλες της Άρτας, σε «ουδέτερο πεδίο» συναντώνται ο κάτοικος της πόλης και ο αγρότης, ο κάτοικος του χωριού. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι συναλλαγές αλλά και οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις των αγροτών που διεκδικούν από το κράτος τα χωράφια τους ή καλύτερες τιμές για τα προϊόντα τους. Γιατί το κράτος εκπροσωπεί κατά κανόνα τους τσιφλικάδες, τους εμπόρους και τους μεσάζοντες. Και το κράτος κατοικεί στην πόλη. Γι' αυτό απαιτείται ένα "ουδέτερο έδαφος", στα σύνορα της πόλης, εκεί όπου θα διαδραματίζονται οι θεσμισμένες αρχαϊκές εμπορικές «μάχες» των παζαριών με «χαμένο» κατά παράδοση τον κάμπο και την ορεινή κτηνοτροφία και βιοτεχνία. Το «Μουχούστιον», όπως μαρτυρεί ο Ξενόπουλος, ήταν προάστιο στην άκρη (τότε) της Άρτας που πήρε το όνομα από τα μοναστηριακά κτήματα που κατείχε στην περιοχή η Μονή Θεοτόκου-Μουχουστίου (στο χωριό Ραφταναίοι)…

 Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου καταλήγει στην επιβολή της πόλης, του αστικού τρόπου, ο οποίος στο «θαύμα της Καισαριανής»(1901) σημαίνει την απώλεια, τον ακρωτηριασμό του συναισθήματος, της συν-πάθειας: «Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους»… έγραφε ο Παπαδιαμάντης[1]… Στη Σκιάθο συναιρείται «το φυσικό με το ανθρώπινο στοιχείον και η θεία παρουσία σ’ ένα σύστημα κοινής αναφοράς και αλληλοπροσδιορισμού»[2]. Αυτή η συναίρεση δεν υπάρχει πια. Ο χωρικός ανήκε στη φύση, βρίσκεται εντός της, ενώ ο αστός είναι έξω απ’ αυτή, για να την ελέγχει και να την εκμεταλλεύεται. Όμως στην Ελλάδα, στα χρόνια του τέλους του 19ου αιώνα, οι αγρότες δεν είναι ούτε απλά ένα κομμάτι της φύσης ούτε ένα «σακί πατάτες», όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ, αλλά είναι οι φορείς της εθνικής ιδιαιτερότητας, της εθνικής ιδιοπροσωπίας, που πρέπει να επινοηθεί από το νέο έθνος-κράτος, σβήνοντας 400 χρόνια παράδοσης με ένα μεγάλο ψέμα. Φορέας της εντοπίας, της αρμονίας με τη φύση[3] η ύπαιθρος θα περιφρονηθεί από τον δυτικόφρονα αστικό πολιτισμό ως παρωχημένη βουκολικότητα και ακαλλιέργητη χωριατιά...[4]. Ενώ από την πλευρά των χωρικών το αστικό θα είναι συνυφασμένο με το πλαστό, το μη γνήσιο, το ξενόφερτο, το μιμητικό, το ανήθικο και το μολυσματικό. Η "σύγκρουση", συνεπώς, πόλης-χωριού θα είναι και πολιτισμική.

 Ο επελαύνων αστειακός και αστικός δυτικόφρων πολιτισμός σάρωσε τις τοπικές παραδόσεις. Η πόλη νίκησε. Οι Έλληνες κοίταξαν μια μέρα τον εαυτό τους στον καθρέφτη και δεν τον αναγνώρισαν. Σήμερα, βέβαια, ούτε η πόλη υπάρχει  πια. Οι επικοινωνιακοί πυρήνες του αστεακού χώρου όπως η πλατεία, το κάστρο, η λαϊκή αγορά, η αγορά της Σκουφά, ο δρόμος της βραδυνής βόλτας έχουν χάσει τη σημασία και τη λειτουργία τους, έχουν απεκδυθεί τη λαμπρή μνήμη, δεν ενεργοποιούν τη συλλογική μίμηση και δεν εγκαλούν στη συλλογική δράση.

Στο πολιτιστικό πεδίο, και μακριά από τις καλύβες των κολίγων της Άρτας και της Θεσσαλίας καθώς και τις υπόγειες κατοικίες των υπηρετών οινοπαντοπωλείων ή των εργατών των ορυχείων του Λαυρίου έχουμε τη σύγκρουση της Παράδοσης με τους εισαγόμενους θεσμούς, που μεταφέρθηκαν από τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, τα ξενόφιλα κόμματα και τους βασιλιάδες[5]. Αυτοί θα είναι οι φορείς της νεωτερικότητας. Η Δύση θα παραμένει ο τόπος προέλευσης του καινούργιου. Από εδώ θα προκύψει η αλλαγή του ρομαντικού βλέμματος -που δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα-, το οποίο θα γίνει πλέον ρεαλιστικό. Έτσι, το 1880 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Νανά» του Αιμιλίου Ζολά, του οποίου ο πρόλογος καθίσταται «το μανιφέστο του ρεαλισμού στην Ελλάδα».

 Είχε προηγηθεί η συνάντηση-σύγκρουση στα σύνορα, που διαμόρφωσε τη «διασυνοριακή λαλιά». Γιατί, αν ο τόπος είναι μνήμη και φυσική τοποθεσία, περιοχή μνείας-μάθησης και γεωγραφίας, χώρος και λόγος, η διασυνοριακή λαλιά (προφορική γλώσσα) κατά το ανάλογο της «διασυνοριακής γραφής»(Extraterritorial του Steiner, 1975) αποτέλεσε την έκφραση της αντιπαλότητας-σύνθεσης του οθωμανικού και του ελληνικού στοιχείου, το οποίο έλαβε χώρα στα όρια, στα νέα σύνορα. Το «ελληνικό», μάλιστα, εκπεφρασμένο από τον ανοικτίρμονα μηχανισμό των Ελλήνων τσιφλικάδων, ήταν πιο εχθρικό και ανοίκειο από το «τουρκικό» στοιχείο, πολύ περισσότερο καθώς διέψευσε τις προσδοκίες της απελευθέρωσης.

Η συνάντηση των δύο «στοιχείων» γινόταν στο θρυλικό γεφύρι της Άρτας[6]. Εκεί λάμβανε χώρα η ανταλλαγή μεταξύ των «ξεριζωμένων» Ελλήνων και των «ξεριζωμένων» Οθωμανών αλλά και των Εβραίων. Εκεί εγκλωβίζονται οι νομάδες των χωριών των Τζουμέρκων. Εκεί είναι το σημείο τομής, όπου οι κάτοικοι της πόλης ανασυστήνουν την ψυχή τους, καθώς επανασυνθέτουν το βιός τους που βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη πλευρά και τον βίο τους που βρίσκεται στην «απελευθερωμένη» πόλη της Άρτας. Εκεί συναντάται ο ελληνικός με τον τουρκικό Καραγκιόζη. Ο δεύτερος είναι δημιούργημα του «ανατολικού φεουδαλισμού» και συνιστά μια ανάγνωση της κοινωνίας από τα μουσουλμανικά λαϊκά στρώματα, που είναι οργανικά ενταγμένα στην οθωμανική κοινωνία και αισθάνονται δικό τους το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Γι’ αυτό ο τουρκικός Καραγκιόζης δεν κάνει ποτέ κριτική ενάντια στην εξουσία (αυτή είναι οικεία, δική του), αλλά είναι ένας Καραγκιόζης κωμικός, ερωτο-ηθικός, ατομικοκεντρικός, ενώ ο ελλαδικός Καραγκιόζης είναι «κοινωνικο-ηθικός», συλλογικός. 

Στην "απελευθερωμένη" πλην εξαρτημένη Ελλάδα ο "καραγκιόζης-λαός" συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στον πασά, που τώρα είναι ο τσιφλικάς, ο βουλευτής, ή ο αλλοδαπός τροϊκανός (υπήρχε και την εποχή της "πτώχευσης" του Τρικούπη. Μάλιστα, ένας απ' αυτούς, ο Λω παντρεύτηκε τη γνωστή στη συνέχεια Ελληνίδα, την περίφημη λαίδη Λω!), που είναι ακόμα ο τοπικός «επιστάτης» του τσιφλικούχου, ακολουθούμενος από τις μικροαστικές μάζες, που άλλοτε είναι οι ελάσσονες συνεταίροι στο εμπορομεσιτικό σύστημα και άλλοτε πολίτες-πελάτες στο πελατειακό σύστημα....

Όμως, έρχεται η στιγμή που όλοι μαζί εξεγείρονται ταυτόχρονα εναντίον του μεγαλοαστικού ηγεμονικού εξωχώριου και του τοπικού αστικού κατεστημένου…

  

[1] Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου αποτυπώνει τις διαφορές δύο αντίπαλων κόσμων, ενός ομοιογενούς κι ενός ετερογενούς, που συνυπάρχουν και μπορούν να βιωθούν εναλλακτικά. Αρχικά η επαφή των δύο κόσμων ήταν αδύνατη(«Χρυσούλα» Δροσίνη). Στη συνέχεια η σύγκρουση, άρα επαφή θα έχει ποικίλες συνέπειες. «Ο πολιτισμός εις το χωρίον»του Παπαδιαμάντη(1891) περιγράφει τις συνέπειες του εισερχόμενου αστικού πολιτισμού. Πλέον το οικονομικό όφελος και το ατομικό συμφέρον εγγράφονται στους ανθρωπολογικούς και κοινωνικούς κώδικες. Το νεωτερικό άτομο γεννιέται στην πόλη. Μαζί και οι απρόσωπες σχέσεις, η μοναξιά, η απόσπαση από τη φύση και η ξενότητα

[2] Mario Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος

[3] Η «εντοπία» είναι αυτή η αρμονία με τη φύση και όχι η τοπικότητα.

[4] Γεωργία Γκότση, Η ζωή εν τη πρωτευούση, Νεφέλη, Αθήνα, 2004

[5] Mario Vitti, 1980: «Ύστερα από αυτήν τη συστηματική γενοκτονία στο επίπεδο των παραδόσεων και την εξωφρενική απομίμηση δυτικών ηθών, ήταν επόμενο να σταματήσουν κάποτε οι Έλληνες μπρος σ’ έναν καθρέφτη, για να κοιτάξουν την μεταμφίεσή τους και να τρομάξουν». Οι Έλληνες έγιναν κάτι άλλο απ’ αυτό και σε αντίθεση με αυτό που ήταν(«εις αντιφατικήν με τον εαυτόν μας κατάστασιν», Π. Καλλιγάς, ‘’Μελέται’’, 1, 1899).

[6] Η νέα «γέφυρα» της διασυνοριακής γραφής είναι το διαδίκτυο, όπου δημιουργείται η διασυνοριακή λαλιά των «γκρίκλις»

*Από το βιβλίο "Το ματωμένο θέρος του 1882"