To «Τζίντιλι» του Δ. Χριστόπουλου
[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 10.02.21 ] Ο μυθιστοριογράφος δεν είναι ούτε ιστορικός ούτε προφήτης:
είναι εξερευνητής της ύπαρξης.
Milan Kundera Η τέχνη του μυθιστορήματος
Άρχισα να διαβάζω του Χριστόπουλου το Τζίντιλι (εκδ. Το ροδακιό, Αθήνα 2020) και έρχονταν στον νου μου πότε ο Πόε «Is all that we see or seem/ But a dream within a dream?» και πότε ο Καρυωτάκης «Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων/ και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι». Πήρα κι ένα κομμάτι χαρτί και άρχισα να σημειώνω κι άλλες φωνές-ευρήματα απ’ τα διαβάσματά του που άκουγα-ανακάλυπτα πέρα από αυτά που στο τέλος ο ίδιος αναφέρει. Λάθος μου.
Το πήρα πάλι από την αρχή. Άφησα μόνο αυτόν να μου μιλά. Τότε το διάβασα με μια ανάσα. Άλλο αν χρειάστηκα πολλές ανάσες μετά να το σκέφτομαι. Γέμισε το σπίτι πρόσωπα (ορατά κι αόρατα) και εικόνες και μυρωδιές. Άλλοτε με τον άνεμο πετούσα κι άλλοτε καθώς γύριζα σελίδα με κατάπινε όγκος χωμάτινος ή σ’ έναν ταινιόδρομο βρισκόμουνα με χειροπέδες κι έβλεπα ανήμπορη να πλησιάζει το αναπότρεπτο. Γέμισαν τα ρουθούνια σκόνη, πέσανε τα μαλλιά μου, φόρεσα περούκα, ένα άλογο στο σκάκι καβαλίκεψα, με βίτσισε ένας δάσκαλος, άνοιξα μια καντίνα, ήπια τσίπουρο με κρόκο Κοζάνης, με γριές μάγισσες συναναστράφηκα και με νεράιδες των ανέμων, έχτισα ένα ερείπιο, το είδα να γκρεμίζεται, σαν την αρκούδα υψώθηκα στο δύο πισινά μου πόδια να προστατέψω και στο νεκροταφείο γιόρτασα τη μέρα των νεκρών με τους νεκρούς. Άδειασα.
Του βγαλε την ψυχή ο Γιάννος ο Τσεπέλης του Χριστόπουλου, μα δεν το λέω κακό. Είχε ο Χριστόπουλος ψυχή για να του βγάλει και να περισσέψει κιόλας. Βλέπεις δεν είναι ο Γιάννος χάρτινη περίπτωση. Είναι ένας από μας. Είναι όλοι μας. Ένα φτερό ινδιάνικο στον άνεμο. Θέλησε να γεμίσει τις τσέπες του βαρίδια (πες τα όπως θες, καθένας έχει τα δικά του: ανάπτυξη και πρόοδος ή χρήμα για τους κυνικούς που είναι και ειλικρινείς) στον άνεμο ν’ αντισταθεί. Νόμιζε πως θα τον κρατούσανε στη γη. Κι εδώ είναι η τραγικότητα του ήρωα που προσπαθεί να μείνει γειωμένος φοβούμενος τον άνεμο, ενώ είναι το έδαφος –σκαμμένο από καιρό και φαγωμένο- αυτό που διαρκώς υποχωρεί. (ένα μικρό ύπουλο κέρμα ανοίγει την τρυπούλα αυτή στην τσέπη απ’ το παλτό σου και τη σκαλίζεις την τρυπούλα με το δάχτυλο και χάνεται το κέρμα κι ύστερα και το δάχτυλο κι ύστερα όλο σου το χέρι κι ύστερα το υπόλοιπο κορμί και μένει το παλτό σου άδειο. Κατάφερες ωραία να σε καταπιεί μια τόση δα τρυπούλα). Δεν φτάνει ένας κλεμμένος αναπτήρας τόση νύχτα να φωτίσει. Δεν θα τον στήσουμε στο Βελβεντό εκείνον τον ξενώνα για ψαγμένους. Γιατί οι Τζίντες τους καλούς ανέμους τους κρατούν για εραστές , οι πειρατές θα έχουν πάντα άλλη μοίρα.
Κι αν είναι κάτι που παρηγοριά μου δίνει –τώρα που δεν διαπραγματεύομαι κι εγώ τα γούστα και τα χρώματα– στον μύθο που ο Χριστόπουλος σαν το κουβάρι ξετυλίγει καθώς οι τζίντες πλέκουνε και μπερδεύουνε τα νήματά του μαζί με των ηρώων τις επιλογές, είναι που η νεράιδα θα το σκάσει απ’ την καλύβα του μικρού τσοπάνη –του ανόητου που ενώ είχε με τη μουσική του κατακτήσει τον μαγικό χορό της ήθελε να τη φυλακίσει παίρνοντάς της το μεταξωτό μαντίλι. Θα το σκάσει λεύτερη, μα το παιδί –τον σπόρο του ανόητου τσοπάνη– το παιδί, λέω, ποτέ της δεν θα πάψει να το νοιάζεται και θα ’ρχεται κρυφά να το θηλάζει, μη και ξεχάσει μεγαλώνοντας –σαν τους πολλούς– πως είναι από όνειρο πλασμένο.
Τώρα, αν εσύ θέλεις να είσαι ανατόμος της γραφής βρες τον Χριστόπουλο και ρώτα τον για συνταγές και υλικά, γραμμάρια και δόσεις και μεζούρες, εγώ μια αναγνώστης είμαι μόνο (σκέφτομαι και ανασαίνω μέχρι το χώμα να φτάσει στα ρουθούνια κι ούτε επιτρέπω στην αφηγηματολογία να μου χαλάει την αφήγηση, άλλωστε αν είναι ζωντανό το βατραχάκι και το βλέπω να χοροπηδάει στις καλαμιές και να κοάζει, δεν χρειάζεται νυστέρι).
Κάτι ακούω. Φωνάζει κάποιος;
Φωνή δεν είναι. Μονάχα ο άνεμος τη σκόνη παρασέρνει. Ένα μεταξωτό μαντίλι ταξιδεύει μες στον χρόνο. Πετά ελεύθερη η ψυχή για όποιον έχει, κι ο που την έχασε ακούει μόνο τα βραχιόλια στους καρπούς του. Τα ίδια που θελε τον χρόνο να δεσμεύσει.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]