Σαν σήμερα γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους, ευφυέστερους και απολαυστικότερους σκηνοθέτες της ιστορίας του κινηματογράφου. Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν κανείς όμως δεν κατάφερε να φτάσει την άφταστη τέχνη του «μαιτρ του σασπένς». O Άλφρεντ Χίτσκοκ (1899-1980) αντανακλά ως μαγικός καθρέφτης όλους τους μηχανισμούς του κλασικού κινηματογράφου, αλλά και τη βαθύτερη λειτουργία και λογική του. Πίσω από την φαινομενική απλότητα των ταινιών του κρύβεται ένα περίπλοκο δομικό πλέγμα κινηματογραφικής γραφής γεμάτο ευφυΐα, χιούμορ και αγωνία. Ο ψυχολογικός φόβος που καραδοκεί στα φιλμ του και το μοναδικό τους σασπένς δημιουργούν μια από τις χαρακτηριστικότερες κινηματογραφικές γραφές όλων των εποχών, καθώς δύσκολα μπερδεύεις ταινία του Χίτσκοκ με οτιδήποτε άλλο: «Είμαι ένας τυποποιημένος σκηνοθέτης», έλεγε χαριτολογώντας ο ίδιος, «αν γυρνούσα τη Σταχτοπούτα, το κοινό θα άρχιζε αμέσως να ψάχνει το πτώμα μέσα στην άμαξα-κολοκύθα»!
Αν και ουσιαστικά έκανε μόνο δύο αυθεντικά θρίλερ τρόμου (Ψυχώ και Φρενίτις), ήταν αναμφίβολα ο «μαιτρ του σασπένς» εννοώντας με αυτό όχι μόνο τα συναισθήματα αγωνίας και φόβου που προκαλούν ορισμένες σκηνές των ταινιών του, αλλά το γεγονός ότι ο Χίτσκοκ ήθελε να παίζει με το θεατή, να τον κάνει συνένοχο των επιθυμιών, των ηρώων του, να τον παραδίνει στην ηδονή της κινηματογραφικής αφήγησης.
Τα σενάρια του δεν τα γράφει ο ίδιος. Όλα όμως ακολουθούν την ίδια περίπου σειρά. Πάντα υπάρχει μια ηρωίδα, ξανθιά, αγνή, όμορφη, γεμάτη εσωτερικότητα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Τζόαν Φοντέιν, Τερέζα Ράιτ, Γκρέις Κέλι). Αυτή είναι το θύμα. Το θύμα του ανδρός που είτε ονομάζεται Λόρενς Ολίβιε ή Γκρέγκορι Πεκ ή Κάρυ Γκραντ ή Τζόσεφ Κόττεν ή Άντονι Πέρκινς έχει πάντοτε τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι 40άρης, γόης, κομψός, έξυπνος. Προτιμούσε πάντα τις ξανθές πρωταγωνίστριες. Επίσης συχνά δήλωνε ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν το Shadow of a Doubt και ότι ο Λουίς Μπουνιουέλ ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών.
Κανείς δεν ξεχνάει το ηδονοβλεπτικό βλέμμα του Άντονι Πέρκινς στο «Ψυχώ»(1960)καθώς παρακολουθεί την ηρωίδα στο μπάνιο κρυφά από μία τρύπα και την παρανοϊκή «μητέρα» του. Το εύρημα του σκηνοθέτη βρίσκεται σε μία επιβλητική αρχιτεκτονική δομή όπου ένα κάθετο συγκρότημα (το μητρικό σπίτι) δεσπόζει και επιβλέπει ένα οριζόντιο (το μοτέλ). Ο τρόμος γεννιέται μέσα από την επικοινωνία των δύο χώρων που κανένας δεν τους διασχίζει ατιμώρητα εκτός από τον ψυχοπαθή ήρωα που τους κατοικεί με την ίδια φυσικότητα, ακριβώς γιατί είναι διχασμένη προσωπικότητα. Ο ήρωας Νόρμαν Μπέιτς αποδεικνύεται η πιο δυνατή μορφή που έδωσε ποτέ το χιτσκοκικό πάνθεον με την εκπληκτική ερμηνεία του Άντονι Πέρκινς.
Ερχόμενος στην Αμερική, γύρισε μια τυπική αγγλική ταινία το 1940, τη Ρεβέκκα, που βασίζεται σε ένα βιβλίο της Δάφνης Ντι Μωριέ. Ο Χίτσκοκ σκηνοθετικά τόνισε εξαρχής την παραμυθένια πλευρά της ιστορίας («κατά βάθος, η ιστορία της Ρεβέκκας συγγενεύει πολύ με τη Σταχτοπούτα», παρατηρεί εύστοχα ο Τριφό), αποδίδοντας στα δρώμενα μια σχεδόν ονειρική διάσταση και φωτίζοντάς τα με μια ψυχαναλυτική οπτική. Στις «Υποψίες» ο Χίτσκοκ επανέρχεται στο αγαπημένο του θέμα, αυτό της κρίσης εμπιστοσύνης στη σχέση ενός ζευγαριού, στην υποψία ότι πίσω από την πρόσοψη κρύβεται μια τρομακτική αλήθεια.Έχοντας σκηνοθετήσει 53 ταινίες μεγάλου μήκους σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι δεκαετίες, ο Χίτσκοκ λέγεται ότι ήταν υπερβολικά τελειομανής, οδηγώντας πολλές φορές τους ηθοποιούς του στα άκρα. Η εμμονή του δε με την τιμωρία των «κακών» γυναικών οδήγησε πολλούς θεωρητικούς να γράψουν ότι ο Χίτσκοκ ήταν μισογύνης. Μια εντύπωση που ενισχύθηκε με τις δηλώσεις της Τίπι Χέντρεν (της πρωταγωνίστριας των «Πουλιών» και της «Μάρνι») για το πόσο τυραννικά και αυταρχικά της φερόταν!
Μας χάρισε το «Vertigo», ένα από τα πιο παράξενα, πυκνά υποβλητικά έργα του σκηνοθέτη και ίσως μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου. Ποιος ξεχνάει «Τα Πουλιά» (1963);
Ποιος μπορεί να ξεχάσει επίσης τα περάσματα από τις ταινίες του, άλλοτε κρατώντας ρόλο κομπάρσου και άλλοτε ως σκιά ή αγγελία στην εφημερίδα; Τα cameos του εντοπίζονται σε 39 ταινίες από τις 52 του, ενώ από το 1940 και τη Ρεμπέκα του έχει εμφανιστεί σε όλες ανελλιπώς έως την Οικογενειακή συνωμοσία, έσχατο έργο του, το 1976. Ο «Xιτς», ήταν πάντα η άγνωστη χοντρή φιγούρα στο πλήθος, ο τύπος στη φωτογραφία της διαφήμισης για το αδυνάτισμα, ο καλεσμένος στη δεξίωση που μειδιά ειρωνικά στον φακό, ο περαστικός εν τέλει που δεν μπορείς να καταλάβεις τις σκέψεις του, ο ανώνυμος, ανέκφραστος άγνωστος που μέσα στη θήκη με το τσέλο του, πχ, ή στις βαλίτσες του, μπορεί να κουβαλά και ένα πτώμα.
Ποιος ξεχνάει το τέχνασμα που θα το επαναλαμβάνει σε όλο το μετέπειτα έργο του; Βάζει μια απλή κουτσομπόλα νοικοκυρά να διηγείται με απόλυτη ψυχραιμία και αφέλεια τι θα έκανε αν ήταν αυτή ο δολοφόνος. Είναι η άποψή του ότι όλοι μας είμαστε εν δυνάμει δολοφόνοι.
Ο σερ Άλφρεντ Τζόζεφ Χίτσκοκ γεννιέται στις 13 Αυγούστου 1899 στο Λονδίνο ως το νεότερο από τα τρία παιδιά ενός αυστηρού και θεοσεβούμενου μανάβη και της καθολικής συζύγου του. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα τα παιδικά του χρόνια ως μοναχική περίοδο, με τον υπερπροστατευτισμό των γονιών του να επιστρατεύεται ως ανάχωμα στα πειράγματα των συμμαθητών για την παχυσαρκία του.
Την ίδια εποχή θα αναπτύξει τη θρυλική φοβία του με τους αστυνομικούς: έχοντας κάνει την αταξία του, ο αυστηρών αρχών πατέρας του στέλνει τον πεντάχρονο ταραξία στο τοπικό αστυνομικό τμήμα με ένα γράμμα στο χέρι. Ο πιτσιρικάς παρέδωσε το γράμμα σε έναν αστυνομικό που τον κλείδωσε μέσα για λίγο λέγοντάς του: «Αυτά παθαίνουν οι άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα». Ο Χίτσκοκ δεν ξεπέρασε ποτέ τον φόβο του για τους αστυνομικούς και αυτός ίσως ήταν ο λόγος που δεν έμαθε ποτέ του να οδηγεί.Το μοτίβο των αυστηρών τιμωριών και των εσφαλμένων κατηγοριών που έζησε ως παιδί θα σφραγίσουν αργότερα τις κινηματογραφικές του αναζητήσεις.
Αφού ολοκλήρωσε κακήν κακώς τις σχολικές του υποχρεώσεις στο καθολικό Ιησουητικό Κολέγιο του Αγίου Ιγνατίου, ο Χίτσκοκ θα βρεθεί στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου παρακολουθώντας μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας περάσει για λίγο από τα έδρανα μιας τεχνικής σχολής (School of Engineering and Navigation), όπου πρόλαβε να διδαχθεί μηχανική, ηλεκτρολογία, ακουστική και ναυπηγική.
Έχοντας γλιτώσει τη στράτευση στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της παχυσαρκίας του, ο Χίτσκοκ θα πιάσει το 1920 δουλειά στο περίφημο στούντιο της αμερικανικής Famous Players-Lasky Company (η κατοπινή Paramount Pictures) στο Λονδίνο σχεδιάζοντας τους διάτιτλους για τις βωβές ταινίες που έφτιαχνε η εταιρία παραγωγής. Θα σκηνοθετήσει τη δεκαετία του 1930 μια μακρά σειρά από βρετανικά θρίλερ, τα οποία θα τον κάνουν γνωστό ενώ το 1939 αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του στη Μέκκα της κινηματογραφίας, το Χόλιγουντ, με την πρώτη ταινία που έκανε εκεί, την αριστουργηματική «Ρεβέκκα» (1940).
Από το 1955 παρουσίαζε την τηλεοπτική σειρά «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει», η οποία μέτρησε δέκα χρόνια επιτυχημένης τηλεοπτικής παρουσίας. Πλέον σκηνοθετούσε όλο και πιο σποραδικά, χαρακτηριστικό της τελειομανίας του, και ενδεικτικό είναι εδώ το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε δουλεύοντας πάνω σε ένα μόνο φιλμ, το «The Short Night», το σενάριο του οποίου δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Ήταν υποψήφιος πέντε φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά δεν το κέρδισε ποτέ! Ούτε για το «Ψυχώ», ούτε για τη «Νύχτα Αγωνίας», ούτε για τη «Ρεβέκκα», ούτε για τους «Ναυαγούς» ούτε και για τον «Σιωπηλό Μάρτυρα»! Η Ακαδημία αναγνώρισε ωστόσο το 1979 την προσφορά του στην έβδομη τέχνη βραβεύοντάς τον με το παρηγορητικό «Lifetime Achievement». Ο Χίτσκοκ παρέλαβε το βραβείο σεμνά και περιορίστηκε να πει μονάχα πέντε λέξεις: «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Πραγματικά». Πέθανε σε λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, στις 30 Απριλίου 1980. Αστειευόταν συνεχώς ότι αφού πήρε και το Όσκαρ, πλέον ο θάνατος πλησίαζε...
Άνθρωποι σαν αυτόν δεν ξεχνιούνται ωστόσο γιατί οι ταινίες του, έργα εκπληκτικής φροντίδας, απόλυτου πάθους και ασύλληπτης ευαισθησίας δεν θα πάψουν να παίζονται και να μαγεύουν τις επόμενες γενιές. Είχε δίκιο ο Φρανσουά Τριφό στο περίφημο βιβλίο του «Χίτσκοκ/Τριφό»-όταν προέβλεψε: «Σύμφωνα με την άποψη των κινηματογραφικών ιστορικών, η περίπτωση του Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι τόσο πλούσια σε προσφορά ώστε μπορούμε να προβλέψουμε ότι ως το τέλος του αιώνα θα έχουν γραφτεί τόσο πολλά βιβλία για αυτόν τον άνθρωπο που θα πλησιάζουν όσα έχουν γραφτεί για τον Μαρσέλ Προυστ».