H Κυριακή των μοναχικών

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 27.04.17 ]

 

Η Κυριακή είναι η πιο δύσκολη μέρα των μοναχικών, είναι η μέρα που η αδιαφορία των άλλων οξύνει τη μοναξιά. Γι’ αυτό είναι την Κυριακή που η μοναξιά τρομοκρατεί περισσότερο κι από το θάνατο. Γι’ αυτό ο κόσμος θα χαθεί από αδιαφορία και θα είναι μέρα Κυριακή.

Ένας γηραιός καθηγητής φιλοσοφίας, λοιπόν, ξεπροβοδίζει μια Κυριακή ένα νεαρό φοιτητή του αλλά αίφνης η πόρτα του σπιτιού του μετά από μία αδέξια κίνηση του επισκέπτη κλείνει, μένοντας κι ο ίδιος ο ένοικός του εκτός, αφού τα κλειδιά είναι μέσα.

Ο θυρωρός δεν ανοίγει γιατί είναι μέρα Κυριακή, γιατί έχει στην τηλεόραση φόρμουλα1 και γιατί δεν είναι διατεθειμένος με τίποτα να χαλάσει την ιερότητα του μεσημεριανού φαγητού. «Τίποτα πια δεν διεισδύει σε τούτες τις τρύπες(στα διαμερίσματα, τα σπίτια) εκτός από αυτό που δεν έχει σχήμα, όπως το βουητό της τηλεόρασης…». Το χειρότερο είναι όμως ότι «οι ιδέες, τα λόγια, (που)δεν έχουν πλέον καμιά, μα καμιά πυκνότητα. Είναι όλα διαλυμένα, δίχως ουσία, δίχως δύναμη, στο χαμηλότερο βαθμό πυκνότητας ώστε να μπορούν να περάσουν μονάχα μέσα από τις κλειδαρότρυπες…».

Παραδόξως και ο ίδιος αφηγητής σέβεται τον πολιτισμό της Κυριακής, ανέχεται μ’ έναν τρόπο την αδιαφορία, αφού δεν τηλεφωνεί στην αδερφή του για να μην την ενοχλήσει «μεσημέρι Κυριακής»! Σειρά, όμως, έχει το γκαρσόνι που θα υποκριθεί την ανθρωπιά μέσα στη «γενική υποκρισία». Παριστάνουμε ό,τι είμαστε, ενώ δεν είμαστε παρά μία συγκέντρωση ηλιθίων. «Το να ζούμε σε τούτον τον κόσμο είναι πολύ χειρότερο και μας σκοτώνει πιο ριζικά και πιο βρώμικα». Οι ιδέες (γι’ αυτό και η φιλοσοφία) είναι ξένες. Γι’ αυτό όσο περισσότερο ο άνθρωπος νομίζει ότι ελέγχει τον κόσμο μέσω των επιστημών, τόσο περισσότερο του είναι ξένος, ακατανόητος. Κανείς δεν θέτει διερωτήσεις, όλοι είναι έξω από τον κόσμο. Οι επιστήμες δεν ενδιαφέρονται για τις ερωτήσεις αλλά για τις απαντήσεις. Το νόημα όμως δημιουργείται από τις ερωτήσεις που θέτουμε. Η εξορία μας από τη φιλοσοφία οδηγεί στην «απόλυτη απελπισία» αφού αγνοούμε τι είναι αυτό «που μας συντρίβει», την ιλιγγιώδη υπερκόπωσή μας. Η προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θεωρείται αδυναμία, έλλειψη προσαρμογής. Γι’ αυτό η πραγματική τέχνη σήμερα έχει εξοριστεί στους απόπατους. Το κενό γεμίζει με «λατρείες». «Ο καθένας με τη λατρεία του. Τώρα για να ζήσουμε πρέπει να λατρεύουμε, να λατρεύουμε, να λατρεύουμε ό,τι να ‘ναι. Ζούμε σ’ έναν αιώνα γεμάτο λάτρεις» που λατρεύουν τον Μέσι και κάποιοι τον Τιτσιάνο. Κι όμως στο σταθμό μας περιμένει το τρένο για το τελευταίο μας ταξίδι.

Ο καθηγητής όταν θα περιπλανηθεί στον «έξω»-μεγάλο κόσμο, θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται εξόριστος κι απ’ αυτόν, πριν εξοριστεί από τη ζωή. Κι όσοι νομίζουν ότι είναι στο σπίτι τους, δεν είναι ποτέ. Η παγκόσμια κοινότητα είναι «κολοκύθια νερόβραστα», που πλασάρουν οι «αβυσσαλέα επιφανειακοί» δημοσιογράφοι(οι τιποτένιοι «εκπαιδευτές της ανθρωπότητας»).

Όλοι οι άνθρωποι είναι εξόριστοι από την ίδια την ουσία της ζωής, είναι άδειοι, είναι ήδη νεκροί πριν πεθάνουν. Ο κόσμος των ανθρώπων είναι ένα βασίλειο νεκρών, νεκρο-ζώντανων, απέθαντων, ζόμπι. Ακόμη και ο πόνος έχει εξοριστεί. Παρά το γεγονός ότι ο Χέγκελ στην «Αισθητική» του μιλούσε για την αναγκαιότητα των εκδηλώσεων του πόνου μας με δάκρυα και πόσο ωραίος θεσμός ήταν οι μοιρολογίστρες, τώρα κανείς δεν κλαίει. Κανείς δεν πονά, κανείς δεν συμπονά, κανείς δεν συμπάσχει πια. Μόνο οι νεκροί μας λυπούνται… 

*Vincent Delecroix «Έξω από την πόρτα» (μετάφραση Νίκη Κατακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, Γκοβόστης, 2008).