Ο Κάρολος (Τσαρλς) Ντίκενς υπήρξε ένας από τους πλέον σημαντικούς Άγγλους μυθιστοριογράφους.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο και να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών για να συντηρήσει την οικογένειά του, αφού ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη. Από την περιπέτεια αυτή άντλησε πολλές εμπειρίες για το κατοπινό του έργο. Μια απροσδόκητη κληρονομιά έβγαλε τον πατέρα Τζον Ντίκενς από την φυλακή και απάλλαξε τον έφηβο Κάρολο από τη δουλειά. Αφού πήγε άλλον ένα χρόνο στο σχολείο, έμαθε στενογραφία και έγινε ανταποκριτής εφημερίδας. Μέσα από το περιοδικό Bentley's άρχισε να δημοσιεύει μυθιστορήματα που έμελλε να γίνουν μεγάλες επιτυχίες.
Το 1846 ιδρύει την εφημερίδα Daily News και το περιοδικό Household Words, ενώ υπήρξε για πολλά χρόνια διευθυντής αναμορφωτηρίου. Κυριότερα έργα του υπήρξαν τα Όλιβερ Τουίστ, Δαβίδ Κόπερφηλντ, Το παλαιοπωλείο, Ο Μάρτιν Τσάζελγουιτ, Το σκοτεινό σπίτι, Δύσκολοι καιροί, Οι μεγάλες προσδοκίες, κ.ά.
Τα μυθιστορήματά του, εκδίδονταν σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες, πρωτοπορώντας στο εκδοτικό οικοσύστημα της λογοτεχνίας, που τελικά έγινε ο κανόνας της Βικτωριανής εποχής. Αυτή η συγγραφική πρακτική επέτρεπε στον Ντίκενς να σφυγμομετρεί την απόκριση του κοινού και ακολούθως τροποποιούσε την πλοκή και την ανάπτυξη του χαρακτήρα, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αναγνωστών του. Επεξεργάζονταν προσεκτικά την πλοκή και εισήγαγε στη διήγησή του συχνά στοιχεία που αφορούσαν σε τοπικά ζητήματα. Η πρακτική της συγγραφής σε συνέχειες προσέδωσε στις ιστορίες του ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων πλήρωναν μισόλιρα σε εγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες.
Η στρατευμένη τοποθέτηση του Ντίκενς υπέρ των κοινωνικά αποκλεισμένων έθεσε τις βάσεις για το κοινωνικό μυθιστόρημα.
Η δουλειά του έχει επαινεθεί, για το ρεαλισμό της, το ύφος και την κοινωνική κριτική, από συγγραφείς όπως ο Τζορτζ Γκίσινγκ, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Λέων Τολστόι κ.ά.. Αντίθετα, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, τον επέκριναν για την υπερβολική συναισθηματικότητα, την απουσία ψυχολογικού βάθους και το χαλαρό πεζογραφικό ύφος. Και στο πολιτικό πεδίο και δη της αριστεράς και των διανοουμένων της έχουμε ομοίως διαφορετική αντιμετώπιση του Ντίκενς. Έτσι, ο Μαρξ εγκωμίαζε τον ρεαλισμό των έργων του, καθώς «οι εύγλωττες σελίδες του έχουν προσφέρει πολύ περισσότερες αλήθειες από όλους μαζί τους επαγγελματίες πολιτικούς», όμως ο Λένιν έβρισκε αφόρητο τον «συναισθηματικό μεσοαστισμό» του!