Η Wigan του George Orwell

[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 08.01.22 ]

22, Darlington Street, Wigan, Lancashire, UK. Εκεί, σε μια φτωχική πανσιόν έμεινε τον χειμώνα του 1936 ο συγγραφέας, εκεί εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά του “The Road to Wigan Pier” (“Ο Δρόμος προς την Αποβάθρα του Γουίγκαν”).

To βιβλίο αυτό είναι ένας ακριβής καθρέπτης της σκληρής πραγματικότητας των εργατών και των υπαλλήλων της Βορειοδυτικής Αγγλίας του μεσοπολέμου, στα αποκαΐδια της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης (Great Depression), με τα άδεια πηγάδια και στοές των εγκαταλειμμένων ορυχείων, τις βουβές φάμπρικες, τα κλειστά μικρομάγαζα, τα σβηστά τζάκια, τις ουρές ανέργων και αστέγων, τους κακογερασμένους ενήλικες και τα χλωμά από την αβιταμίνωση παιδιά.

80+ χρόνια μετά, το Wigan και οι φτωχογειτονιές του δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Η ίδια ατελείωτη σειρά πανομοιότυπων μονόροφων κατοικιών από κόκκινο τούβλο. Η μονοτονία σπάει από κάποιες πόρτες που δηλώνουν είσοδο σε μικρομάγαζα, αλλά και αυτές είναι στην πλειοψηφία τους κλειστές καθώς ο πληθυσμός πτωχεύει συνεχώς. Με αφετηρία το τσάκισμα της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων (1984-85) από μία αδίστακτη Θάτσερ και τον ακραίο καπιταλισμό που εκπροσωπούσε άρχισε η κατάρρευση της Wigan. Βασική αιτία της εξαθλίωσης η αποβιομηχανοποίηση της περιοχής, η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός.

Με το που έκλεισαν τα ορυχεία, η χαλυβουργία και οι συνδεδεμένες περιφερικές επιχειρήσεις, όχι μόνο στο Wigan αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Lancashire ακόμα και στο Manchester και στο Sheffield, η απασχόληση περιορίστηκε στις αποθήκες (logistics), στα ταχυφαγεία και σε μια σειρά κακοπληρωμένων εργασιών χαμηλής εξειδίκευσης.

Εξαπλώνεται όλο και περισσότερο η πληρωμή του αερίου θέρμανσης με κέρματα στον μετρητή. Από τον μεσοπόλεμο οι εργάτες στο Wigan “τάιζαν” τον μετρητή για να ζεσταθούν και αυτό σχεδόν δεν άλλαξε. Στα κέρματα προστέθηκε η προπληρωμένη κάρτα. Ήδη το 90% των εργατικών συνοικιών της πόλης πληρώνει με αυτόν τον τρόπο, καθώς ελέγχεται καλύτερα το έξοδο αυτό ή η εταιρεία δεν εμπιστεύεται τον πελάτη γιατί κάποτε άφησε απλήρωτο έναν μηνιάτικο λογαριασμό.

“Spare bedroom tax” (φόρος υπνοδωματίου). Σε ότι αφορά στα κοινωνικά διαμερίσματα (εκείνα για τα οποία λαμβάνει βοήθημα η οικογένεια), με το που φεύγει ένα μέλος της (π.χ. ο γιός εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και μετακομίζει με την σύντροφό του) το μηνιαίο κοινωνικό βοήθημα μειώνεται κατά 14%. Η λογική του Κράτους είναι να πιέσει την οικογένεια να μετακομίσει σε μικρότερο χώρο. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι η τρομερή έλλειψη διαθέσιμων διαμερισμάτων με αποτέλεσμα να εξωθείται στην ουσία η οικογένεια στην αναζήτηση στέγης στην πανάκριβη ελεύθερη αγορά. Εκεί έξω το χάος: ακόμη και σε μία υποβαθμισμένη συνοικία του Manchester, διαμέρισμα ενός δωματίου κοστίζει έως και 900 ευρώ μηνιαίως, χωρίς τα υπόλοιπα (κοινόχρηστα, φόροι κράτους, δήμου, έξοδα διαμονής, κ.α.).

Οι κάτοικοι κάνουν τα ψώνια τους σε σουπερμάρκετ εξειδικευμένα σε πολύ φτηνά προϊόντα, άγνωστων παραγωγών και κατασκευαστών. “Η χώρα όπου όλα στοιχίζουν 1 λίρα”: Poundland, Poundstretcher, Poundworld. Για ρούχα και άλλα αξεσουάρ, πολλοί καταφεύγουν σε ειδικά καταστήματα του Στρατού Σωτηρίας ή φιλανθρωπικών οργανώσεων όπου πληρώνουν ένα συμβολικό ποσό. Πλέον αυτών, τα Cash Shops ή Cash Converters καλύπτουν τις ανάγκες σε υπολογιστές και τηλέφωνα με μεταχειρισμένα προϊόντα.

Τα καταστήματα Brighthouse εξειδικεύονται ...στους φτωχούς και στους ευάλωτους. Πωλούν έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές με μακρόχρονες δόσεις. Καμμία γνωστή μάρκα μεταξύ των τηλεοράσεων, ψυγείων, πλυντηρίων ή καναπέδων. Η πολιτική τιμών στηρίζεται στην Αρχή: “Όσο πιο φτωχός και ευάλωτος είσαι τόσο πιο πολύ πληρώνεις”. Για παράδειγμα, για ένα πλυντήριο 6 κιλών, αξίας 206 ευρώ, η δόση είναι 3,40 ευρώ εβδομαδιαίως, ήτοι 535 ευρώ για 3 χρόνια (με τόκο 70% ετησίως)! Η τηλεόραση των 374 ευρώ θα κοστίσει τελικά 890 ευρώ (5,70 ευρώ την εβδομάδα για 3 χρόνια, χωρίς να υπολογίσουμε την υποχρεωτική ασφάλιση). Η επιτυχία της αλυσίδας στην αφαίμαξη των φτωχών έχει τέτοια επιτυχία που η φίρμα άνοιξε 270 υποκαταστήματα σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, υπογράφοντας δεκάδες χιλιάδες συμβόλαια πίστωσης με πολίτες που αδυνατούν να αγοράσουν cash.

Τα προβλήματα του πληθυσμού είναι πολλά και συνεχώς διογκώνονται:

Το μότο που ακούγεται από το στόμα των ιστορικών του νεώτερου Wigan είναι “Οι δουλειές έφυγαν, η φτώχεια έμεινε”: 17% του πληθυσμού ζει αποκλειστικά με βοηθήματα από το κράτος και το 16% σε κοινωνικά καταλύματα.

Μειώνονται οι θέσεις εργασίας, αυξάνει η προσωρινή εργασία, όλο και περισσότεροι πληρώνονται με τον κατώτατο μισθοί, χιλιάδες τα “zero contacts” (κλήση από τον εργοδότη όποτε σε έχει ανάγκη, πληρωμή με την ώρα, χωρίς κανένα δικαίωμα), απουσιάζουν τα προγραμμάτων επιμόρφωσης, κυκλοφορούν λιγότερα λεωφορεία λόγω περικοπών (με σημαντική αύξηση του χρόνου από και προς τον τόπο εργασίας), παρατηρείται ένταση και άνοιγμα της ψαλίδας των κοινωνικών ανισοτήτων.

Η γραφειοκρατία πλέον, για την απόκτηση βοηθήματος, είναι ηθελημένη, τεράστια έως και προσβλητική, με ταυτόχρονο κοινωνικό στιγματισμό των αιτούντων (με πρώτο και καλύτερο τον David Cameron κατά την προεκλογική περίοδο to 2010, για “τεμπέληδες που ζουν από το Κράτος και αρνούνται να εργαστούν”).

Όλα αυτά δημιουργούν σημαντική φθορά σωματική και ψυχική στους κατοίκους. Από το παγόβουνο της κακής υγείας ξεχωρίζει σωματικά η παχυσαρκία και ο διαβήτης λόγω φτώχειας, καθώς και η απελπισία και οι σοβαρές ψυχικές ασθένειες με κύρια την κατάθλιψη.

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, ας προσέξουμε τον “χρόνο”: Το σπίτι μας και ο χώρος εργασία μας απέχει από το Wigan της Αγγλίας δύο ημέρες με το αυτοκίνητο, 3 ώρες με το αεροπλάνο αλλά μηδέν ώρες ψηφιακά από τα γραφεία των πολυεθνικών και των funds που μας εξαγοράζουν και διοικούν. Ας προλάβουμε, να μην γίνουμε Wigan

Βιβλιογραφία

  1. Gwenaelle Lenoir, “A Wigan, dans l’Angleterre de l’austérité”, Le Monde Diplomatique, Janvier 2019
  2. Τζώρτζ Όργουελ, “Ο Δρόμος προς την Αποβάθρα του Γουίγκαν”, Εκδόσεις Κάκτος
  3. Jacques Freyssinet, “Royaume-Uni. Les contrats “zéro heure” : un idéal de flexibilité ?”, Chronique internationale de l’IRES, n° 155, Institut de recherches économiques et sociales, Paris, février 2017.