Φιλία: αόρατα νήματα, ισχυροί δεσμοί

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 18.05.21 ]

Μη με αγγίζεις! Μη με ρωτάς!

Μη μου μιλάς! Μείνε μαζί μου!

        (Samuel Beckett, από το «Περιμένοντας τον Γκοντό»)

 

Σύμφωνα με την αριστοτελική αντίληψη, δεν υπάρχει αυθεντική κοινότητα αν δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα στα μέλη της: όχι όλοι με όλους αλλά τουλάχιστον κάποιος με κάποιον, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα δίχτυ χωρίς κενά. Η φιλία, σ’ αυτή την προοπτική, είναι μια αμοιβαία και συνειδητή απόδειξη αγάπης: να επιθυμεί ο ένας το καλό του άλλου που συνοδεύεται από μια συναισθηματική συγκίνηση, από ένα θετικό σημάδι (πληρότητας, χαράς) που η σχέση αφήνει στην ταυτότητα και των δύο. Και, αν και υπάρχει για τον Αριστοτέλη  μια ιδανική φιλία (βασισμένη στον θαυμασμό για τις αρετές του άλλου), αυτή δεν είναι η μοναδική και, φυσικά, δεν μπορεί να είναι και πολύ συχνή (σ’ αυτή την κατεύθυνση, μπορούμε να έχουμε λίγους φίλους)∙ υπάρχουν επίσης σχέσεις αμοιβαίας συμπάθειας βασισμένες στην ευχαρίστηση από τη συντροφιά του άλλου ή πάνω στα οφέλη που μπορούν να προκύψουν. Ανάμεσα σ’ έναν έμπορο και τους πελάτες του ή ανάμεσα σε δύο άτομα που έχουν μια σεξουαλική έλξη, είναι δυνατό να κυκλοφορεί αγάπη και να χτιστεί μια φιλία∙ εκτός κι αν, κλείνοντας  ο έμπορος το μαγαζί του ή εξαφανίζεται η έλξη, τείνει να εξαφανιστεί η σχέση και μαζί μ’ αυτήν ακόμη και η αγάπη (αν στο μεταξύ η φιλία δεν βρήκε μια πιο σταθερή βάση).  

        Το φιλελεύθερο μοντέλο κάνει τα πάντα, θεωρητικά και πρακτικά, για ν’ αρνηθεί μια τέτοια αντίληψη για την κοινότητα, βασισμένη στις προσωπικές σχέσεις. Το ιδεώδες που αυτό ακολουθεί είναι εκείνο ανεξάρτητων ατόμων που τείνουν να πραγματοποιήσουν το δικό τους συμφέρον (εκείνο που αυτό το μοντέλο αντιλαμβάνεται ως τέτοιο). Έτσι, σε δύο άτομα που έλκονται σεξουαλικά, ή εμπλέκονται σε μια σχέση εργασίας, μπορεί να προσδώσει μόνο ελεγχόμενες βλέψεις: δηλαδή που ψάχνουν να εκμεταλλευτούν το ένα το άλλο για να πετύχουν εγωιστικές ικανοποιήσεις. (Πράγματι, σύμφωνα με τη λογική αυτού του μοντέλου,είναι καλύτερα να προδίδεις παρά να συνεργάζεσαι κάθε φορά που η συνεργασία δεν προσφέρει με τη σειρά της ένα  προσωπικό όφελος – γιατί, ας πούμε, να εργάζομαι μαζί σου σε ένα κοινό πρόγραμμα με βοηθά να πετύχω τους δικούς μου σκοπούς). Όσο για τους «αληθινούς» φίλους, αυτοί είναι εδώ μια φευγαλέα πραγματικότητα – ή, πράγμα που είναι το ίδιο, βαθιά ελλειμματική: «είναι ένας αγαπητός μου φίλος», λέει ο επιχειρηματίας για σχεδόν όλους εκείνους που γνωρίζει.

        Δεν είμαστε αντίθετοι με την αριστοτελική άποψη∙ αλλά θα πρέπει να εμβαθύνουμε στο «καλό» που οι φίλοι αισθάνονται για μας.  Κατά πρώτο λόγο, αν αυτό που είναι καλό για ένα ανθρώπινο ον είναι απλά αυτό που γι’ αυτόν έχει μια θετική αξία, τότε το να θέλεις το καλό για κάποιον σημαίνει να αισθάνεσαι ευχαρίστηση όταν αποκτά μια από τις αξίες του και να τον υποστηρίζεις σε ό,τι κάνει.  Αν αισθάνομαι συμπάθεια για έναν τραπεζικό υπάλληλο θα παρακολουθήσω με ενδιαφέρον την καριέρα του∙αν είμαι φίλος μ’ έναν μαφιόζο, θα του δώσω συγχαρητήρια όταν θα βγάλει από τη μέση έναν επικίνδυνο ανταγωνιστή ή έναν «ανήσυχο» δικαστή. Για μας, αντίθετα, το καλό ενός ατόμου είναι ό,τι προάγει τον ανθρωπισμό του, δηλαδή τη φύση του ως υποκείμενο∙θα σημαίνει να παλέψω γι’ αυτόν και (αν είναι δυνατόν) και μ’ αυτόν, για να τον αποτρέψω ενδεχόμενα λάθη.

Κατά δεύτερο λόγο, η αγάπη που με δένει μ’ έναν φίλο, έστω και ευκαιριακό, γεννιέται από τη συνειδητοποίηση ότι η ύπαρξή του είναι μέσα στο  δικό μου είναι, ότι η φωνή του ανήκει στο δικό μου εσωτερικό διάλογο∙ έτσι αυτή η φωνή δεν πρέπει να σιγήσει αλλά αντίθετα πρέπει να υποστηριχθεί, να διαρθρωθεί, να αναπτυχθεί. Γεννιέται από την εμπιστοσύνη που έχω γι’ αυτόν: από τη διαθεσιμότητά μου σ’ αυτό που δεν είμαι αλλά που ο φίλος, μου αποκαλύπτει ότι θα μπορούσα να είμαι. (Βέβαια, επειδή αυτή η διαθεσιμότητα δεν είναι, υποχρεωτικά, αμοιβαία, προκύπτει, σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη, ότι δεν είναι πάντα αμοιβαία και η φιλία).

*O Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ