Το παλιό τηλέφωνο

[ Αθηνά Παπανικολάου / Ελλάδα / 16.01.19 ]

Αργά τ’ απογεύματα, όταν το φως μαλάκωνε τις ριπές του κι η δύση έσβηνε απαλά τα χρώματα στον ορίζοντα που έβλεπε από το παράθυρο του, όταν τα πουλιά εγκατέλειπαν τις κρυψώνες τους μες στα πεύκα του κοντινού δάσους και με κρωγμούς κατέβαιναν ομαδικά στο λιμάνι ενώ οι φωνές των παιδιών γλύκαιναν σιγά-σιγά, εξουθενωμένες μετά το σκληρό παιχνίδι στο δρόμο, τότε αυτός σήκωνε το ακουστικό στο παλιό μαύρο τηλέφωνο και αργά-αργά σχημάτιζε τον αριθμό του σπιτιού του, περιμένοντας για λίγα λεπτά την απάντηση. Ο δίσκος της συσκευής γίνονταν η μηχανή του χρόνου κι αυτός ο ταξιδιώτης του. Όταν μετακόμισε στο σπίτι της κόρης του πήρε μαζί του και την παλιά συσκευή. Τι τη θες βρε πατέρα, του είχε πει εκείνη, έχουμε τηλέφωνο, ασύρματο μάλιστα, θα μπορείς να το παίρνεις από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς να μπερδεύεσαι με καλώδια και να φοβάμαι μην πέσεις. Ανένδοτος εκείνος, ήθελε να κρατήσει την ευτυχία της  κίνησης, να γυρίζει αργά με τα δάχτυλα του στον κυκλικό δίσκο τους ευανάγνωστους αριθμούς, σαν να ήθελε να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στην άλλη πλευρά. Του άρεζε εκείνος ο ήχος της περιστροφής, από την αρχή στο τέρμα και πάλι πίσω τα δάχτυλα, κρακ, κρακ, κρακ, σαν τα κλαράκια της μουσμουλιάς στην αυλή τους, όταν λύγιζαν απ’ το χιόνι κι ακουμπούσαν στα κάγκελα αποκαμωμένα από το βάρος. Στη γυναίκα που καθάριζε το σπίτι κάθε βδομάδα είχε δώσει εντολή να καθαρίζει τη συσκευή προσεκτικά, να τη γυαλίζει , να λαμποκοπά το μαύρο στιλπνό της χρώμα. Έπαιρνε τη συσκευή στα πόδια του και καθόταν τους ατελείωτους χειμώνες στο δυτικό παράθυρο κοιτώντας το χιόνι στην αυλή, μετρούσε  τα σπουργίτια που έρχονταν ψάχνοντας τροφή μέσα στα λιγοστά χόρτα. Για ένα μάλιστα, έπαιρνε όρκο πως ήταν το ίδιο κάθε μέρα και το είπε στην κόρη του. Έλα βρε πατέρα, απάντησε εκείνη, είναι δυνατόν; Πώς γίνεται το ίδιο πουλί να έρχεται στον ίδιο τόπο; Κάθε φορά μετάνιωνε που τον απόπαιρνε και του χάιδευε το κεφάλι, ίσως και να ’χεις δίκιο του έλεγε, να σε αναγνωρίζει το πεινασμένο. Τον άφηνε μετά και πήγαινε να κάνει τα δικά της. Εκείνος τότε βύθιζε τα πρησμένα από την αρθρίτιδα και την επέλαση του χρόνου δάχτυλα του στο δίσκο και γύριζε τα παλιά νούμερα με την ελπίδα πως κάποια φορά θ’ άκουγε τη γνώριμη φωνή στην άλλη άκρη, όπως τότε, όταν έπαιρνε από το γραφείο για να μάθει τη λίστα με τα ψώνια ή τον πυρετό της μικρής, κάποια ξεχασμένη δήθεν λεπτομέρεια από τη δουλειά που του είχε αναθέσει. Ντρεπόταν να ομολογήσει τόση αγάπη, κανείς ποτέ δεν του είχε μάθει τους ήχους και τις λέξεις της, μόνο η φωνή της τον λύγιζε και έψαχνε αφορμές. Πώς δεν  το είχε σκεφτεί ν’ αποθηκεύσει τη φωνή της με τόσα διαολεμένα  μηχανήματα που είχαν βγει στην αγορά; Πώς αυτός, ο τόσο οργανωμένος, που ζήλευαν τα συρτάρια του όλοι στο γραφείο, δεν το προνόησε αυτό; Και τώρα που πήγε η φωνή; «Έλα καλέ μου, τι ξέχασες πάλι;» Πώς να της πει πια πως όλα ήταν μια αφορμή, μια προσποίηση, η μόνη ευκαιρία ν’ ακούσει τον ήχο του έρωτά του, πως όλα σβήστηκαν στη μνήμη του, μόνο τη φωνή της θυμόταν, μόνο αυτήν άκουγε στα αυτιά του.

Αργά τα απογεύματα, οχτώ χρόνια αφότου κλείδωσε για τα καλά το σπίτι του, όταν όλες οι φωνές μαλάκωναν επιτέλους από το μόχθο της ημέρας κι η κόρη του έφευγε για το γυμναστήριο, εκείνος έπαιρνε τη μαύρη, παλιά συσκευή στα γόνατά του, κάθονταν δίπλα στο παράθυρο και περίμενε το θαύμα μιας απάντησης, χαϊδεύοντας τρυφερά τον διάφανο δίσκο.