Τι τυφλώνει την κρίση όσων κατέχουν εξουσία;
[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 25.11.19 ]Πολιτικοί που κατέχουν κυβερνητική εξουσία, αλλά και στελέχη επιχειρήσεων που κατέχουν οικονομική εξουσία, υποστηρίζουν ότι τα λάθη τους οφείλονται στην λανθασμένη πληροφόρηση των συμβούλων τους. "Μας έλεγαν ότι θέλαμε να ακούσουμε" ισχυρίζονται. Ήταν μόνο αυτό, ή μήπως ισχύει ότι η απόκτηση εξουσίας δημιουργεί και διαταραχή της κριτικής ικανότητας των εξουσιαστών; Σύμφωνα με πολλούς ψυχολόγους και φιλοσόφους αυτό ισχύει.
Η απόκτηση εξουσίας και επιρροής πάνω στους άλλους, δημιουργεί σοβαρή διαταραχή της κριτικής ικανότητας, οδηγώντας σε μια σοβαρή ανακολουθία: οι ισχυροί είναι πολύ πιο αυστηροί όταν κρίνουν τους άλλους και πολύ πιο ελαστικοί όταν αξιολογούν τις δικές τους πράξεις και συμπεριφορές. Ο Φρόυντ θεωρούσε ότι ο αντικοινωνικός και δυνητικά καταστροφικός χαρακτήρας της ενόρμησης θανάτου θα μπορούσε να είναι το μείζον πρόβλημα του πολιτισμού μας στο μέλλον. Έρευνες του Έριχ Φρομ, Βίλχελμ Ράιχ ή των Αντόρνο, Μπένγιαμιν και Μαρκούζε διαπιστώνουν ότι το εξασθενιμένο πατρικός κύρος οδηγεί στην ανομία και την αταξία, στην εξασθένηση του εγώ όπως και στην αναζήτηση αυταρχικών μορφών. Ο Προμηθέας Δεσμώτης κραυγάζει πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι, πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης.
Οι ισχυροί ωστόσο θέτουν κανόνες και περιορισμούς για τους άλλους που όμως δεν ισχύουν για τον εαυτό τους, ενώ οι “αδύναμοι” συναινούν στην κοινωνική ανισότητα επειδή δεν αισθάνονταν ότι έχουν τη δύναμη να την αλλάξουν. Ο πολιτισμός επιφυλάσσει την ανώτατη θέση της κοινωνικής ιεραρχίας σ’ όποιον δίνει, διαφυλάσσει ή ερμηνεύει το νόημα των πραγμάτων. Καμμιά πολιτική κοινότητα ωστόσο δεν μπορεί να επιβιώσει επί πολύ αν στους κόλπους της ασκείται καθημερινά βία σε μεγάλη έκταση, αν δηλαδή μαίνεται ένας διαρκής εμφύλιος πόλεμος χωρίς τη συναίνεση που βασίζεται στην εκπλήρωση των αναγκών των εξουσιαζομένων. Η ισχύς ως πρόβλημα μετατοπίζεται στο πεδίο της καθημερινής ζωής και στο δίκτυο των ενδοανθρώπινων σχέσεων στον βαθμό πού ο πολιτικός αγώνας μεγάλης κλίμακας απαξιώνεται και στη θέση του μπαίνει η αυτοπραγμάτωση σε στενό κύκλο.
Ο 21ος αιώνας ήρθε να επιβεβαιώσει τη ριζική μεταμόρφωση τόσο των διαπροσωπικών σχέσεων μέσα στην οικογένεια όσο και μέσα στην κοινωνία. Εκ των πραγμάτων, η παγκόσμια οικονομική ισχύ βρίσκεται εντελώς αυτόνομη ως προς τις εθνικές ή τοπικές πολιτικές δυνάμεις. Οι μεταδομιστές ονόμασαν την εποχή: η εποχή του Άλλου που δεν υπάρχει.Ο λαϊκισμός που κολακεύει τις τάσεις της μάζας και ο αυταρχισμός ως αντίδραση κυριαρχούν.
Η εξουσία δεν μπορεί επίσης να εγκαθιδρυθεί με εξαναγκασμό και σαγήνη. Η συναίνεση είναι η κίνηση που επιτρέπει σε κάθε υποκείμενο να εγγραφεί στον κοινωνικό δεσμό, να αποδεχτεί μια πρωταρχική απώλεια (αυτή του χαμένου αντικειμένου, της καταγωγής, της απόλαυσης της μητέρας) με αντάλλαγμα ένα όφελος ευχαρίστησης. Η αγάπη του πατέρα με ψυχολογικούς όρους είναι η αγάπη που το υποκείμενο έχει ανάγκη ώστε να αποδεχτεί την απώλεια της απόλαυσης που χρειάζεται ώστε να ζήσει με τον άλλο.Η εμπειρία να αγαπιέται είναι για κάθε υποκείμενο η συνθήκη συμμετοχής του στη συλλογική δημόσια ζωή. Η συναίνεση, είναι αυτό στο οποίο στηρίζεται η εμπιστοσύνη που δείχνουμε στον άλλο. Πρόκειται για τη βάση του σεβασμού χωρίς τον οποίο οδηγούμαστε στην απόρριψη από αυτό που ο Λακάν ονόμασε και πατρική απάτη. Πρόκειται για το θεμέλιο της εμπιστοσύνης χωρίς την οποία ο κόσμος εγκαταλείπεται σε μια γενικευμένη υποψία και σ΄ένα αίσθημα διάχυτης απειλής και καταδίωξης. Η συναίνεση είναι απαραίτητος όρος όταν το υποκείμενο που έχει την εξουσία και ο εξουσιαζόμενος επικοινωνούν σε κοινωνικές δομές που δεν εμπεριέχουν την εξαπάτηση ή την ανάγκη υποτέλειας αλλά το σεβασμό του άλλου.
Η αλληλεγγύη και ο αγώνας ή η φιλία και η έχθρα συνιστούν εξ ίσου πρωτογενείς και αλληλοπροσδιοριζόμενες λειτουργίες της επιδίωξης ισχύος. Όμως ο ορισμός του ανθρώπου ως ισχύος δεν ισοδυναμεί με μια συναγωγή της ανθρώπινης δραστηριότητας από μιαν άκαμπτη ψυχορμητική δομή αλλά συνιστά μιαν ανοιχτή εμμένεια ή ένα ανοιχτό ερώτημα καθώς είναι διαρκώς αναγκασμένος να αποφασίζει και να πράττει.Οι σχέσεις φίλου-εχθρού εκτείνονται σε όλους τους τομείς της ζωής, τόσο τους δημόσιους όσο και τους ιδιωτικούς ωστόσο ορισμός της ουσίας του ανθρώπου ως βούληση για ισχύ αμφισβητείται . Από τις κοινωνικές συνθήκες εξαρτάται αν γεννιούνται ή όχι επιδιώξεις και αγώνες ισχύος.
Ο Russell διατυπώνει μια θεωρία περί ισχύος, η οποία διακρίνεται από εκείνη του Hobbes. Ενώ ο Hobbes θέλει τη μονοπώληση της πολιτικής ισχύος για να επιτευχθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Russell επιθυμεί τον περιορισμό της μέσω δημοκρατικού ελέγχου. Και ο Ricoeur πιστεύει ότι η ισχύς δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί, μολονότι δεν υπεισέρχεται διεξοδικά στην ανθρωπολογική διάσταση. Προφανώς όμως δέχεται την ύπαρξη μιας τέτοιας διάστασης, γιατί η επιχειρηματολογία του στρέφεται ενάντια στη μαρξιστική συναγωγή της πολιτικής από την οικονομία, η οποία συνεπαγόταν ότι η άρση των οικονομικά προσδιορισμένων ταξικών αντιθέσεων θα καταργούσε από μόνη της την πολιτική ως ισχύ και εξουσία. Η αυτονομία της πολιτικής, όπως την υπογραμμίζει ο Ricoeur, σημαίνει αντίθετα ότι η πολιτική ριζώνει σε βαθύτερα στρώματα του ανθρώπου. Βέβαια, το ανθρώπινο στοιχείο συγκεκριμενοποιείται μέσα στην ιστορία, και μάλιστα με τη μορφή της πολιτικής και κρατικής οργάνωσης, η οποία δημιουργεί κατ’ ανάγκη τον χώρο εκδίπλωσης του Κακού. Το μόνο πού μπορεί να συστήσει κανείς υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι η αναζήτηση θεσμικών τεχνικών μεθόδων προκειμένου να τεθούν φραγμοί στην κατάχρηση της ισχύος. Για τους αναρχικούς πολύ σωστά η εξουσία διαφθείρει . Μέσα στο μόρφωμα του κράτους η ισχύς και η βία αναμιγνύονται αναπόφευκτα.Το παράδοξο, ότι το κράτος πραγματώνει και συνάμα απειλεί την ελευθερία, είναι ανυπέρβλητο. Η Arend επιθυμεί την προκαταβολική εννοιολογική κατοχύρωση εναντίον της βίας αφού ορίζει την ισχύ ως συλλογική σύμπνοια, η οποία συγκρατεί μιαν ομάδα. Γι’ αυτόν τον σκοπό αποσυνδέει προγραμματικά την ισχύ από τη βία, και μάλιστα εκπνευματώνοντας την ισχύ. Η συνοχή μεταξύ των ανθρώπων δεν γεννιέται από την εξουσία, παρά από «εσωτερικούς παράγοντες».
Ο Foucault έχει αναμφίβολα δίκιο όταν ξεκινά από την αντίληψη ότι η ισχύς δεν αποτελεί αυτοτελή οντότητα ούτε εντοπίζεται αποκλειστικά σε ορισμένους πολιτικούς φορείς, παρά διαποτίζει ολόκληρη την κοινωνία και συνιστά ένα δίκτυο σχέσεων ή έναν συσχετισμό δυνάμεων. Όταν προτείνει τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να μελετάμε την εξουσία, αντιστρέφει τη συνήθη πορεία, λέγοντας πως πρέπει να δούμε την εξουσία από τα κάτω προς τα πάνω, ισχυριζόμενος πως η εξουσία δεν απορρέει από το κράτος όπως θεωρούν οι αναρχικοί. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε πού στηρίζεται η ύπαρξη κεντρικών μηχανισμών εξουσίας, αν δεν εξετάσουμε τους ειδικούς μηχανισμούς, τις ιδιαίτερες στρατηγικές, που διέπουν τις σχέσεις επιβολής στη «βάση» της κοινωνίας. Οι σχέσεις εξουσίας διασχίζουν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς, με αποτέλεσμα να μην εξαντλείται η ύπαρξή τους μόνο εντός τους. Κάθε έννοια κεντρικής εξουσίας δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει χωρίς την ύπαρξη σχέσεων εξουσίας στο μικροεπίπεδο.
Σκοπός της εξουσίας είναι η συγκρότηση του υποκειμένου και προϋποθέτει την ύπαρξη «ελεύθερων υποκειμένων». Εφόσον βασική προϋπόθεση των εξουσιαστικών σχέσεων είναι η ύπαρξη ελευθέρων υποκειμένων, οι διαμάχες είναι αδύνατο να σταματήσουν. Για αυτό και ο Φουκώ θεωρεί απίθανη την ύπαρξη μιας κοινωνίας χωρίς σχέσεις εξουσίας.
Ο ισχυρισμός, ότι ο Λόγος μπορεί να υπερβεί την επιδίωξη ισχύος επειδή διαφέρει από αυτή ουσιαστικά, αποτελεί τη δεύτερη βασική θέση της κανονιστικής φιλοσοφίας και, κυριαρχεί στο προσκήνιο από την εποχή του Πλάτωνα.Για τον Κονδύλη, « η επιδίωξη ισχύος αποτελεί ένα σκοτεινό ψυχόρμητο ή μιαν άλογη ανάγκη πού συνυφαίνεται με την επιθυμία της αισθησιακής ηδονής και θα ‘πρεπε, όπως κι αυτή η τελευταία, να τεθεί υπό τον έλεγχο του υπέρτερου ορθολογικού πνεύματος.Η επιδίωξη ισχύος, αν έχει κάποιες, έστω και μικρές κοινωνικές αξιώσεις, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί εφ όσον ο υποκειμενικός της φορέας δεν είναι σε θέση να παραιτηθεί από την άμεση ηδονή και εν γένει να υποτάξει, σχεδιάζοντας και προνοώντας, τις βραχυπρόθεσμες επιθυμίες στους μακροπρόθεσμους στόχους του.(Παναγιώτης Κονδύλης Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία).
Ο Alain Badiou προτείνει να μην φτάνουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της (Διάλεξη με θέμα «Η πρόσληψη του Πλάτωνα στη σύγχρονη φιλοσοφία», στο Γαλλικό Ινστιτούτο) «Η αληθινή ζωή δεν είναι απούσα, όπως το ήθελε ο Ρεμπό. Η αληθινή ζωή δεν είναι ποτέ απολύτως απούσα. Αρκεί να μη φτάσουν στην εξουσία εκείνοι που είναι ερωτευμένοι μαζί της κι εμείς να μη σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Η ζωή εξαρτάται από εμάς». Λένε πως ο Πλάτωνας υποστήριξε μια κοινωνία με κλειστή ταξική δομή, όπου την εξουσία ασκούν οι αριστοκράτες, δηλαδή οι φιλόσοφοι: εκείνοι που κατέχουν τη γνώση και κρατούν τα ηνία της εκπαίδευσης. Στη δική μου μετάφραση όλοι οι πολίτες θα γίνουν φιλόσοφοι». Κάνοντας λόγο για τον Σωκράτη, τον κεντρικό πλατωνικό ήρωα, ο Μπαντιού είπε πως στη μετάφρασή του τον βάζει να περιγράφει έναν χώρο με μια τεράστια οθόνη όπου οι θεατές είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν δεμένοι στις καρέκλες τους μια σειρά από σκιές: «Αλλά οι σκιές αυτές είναι αντίγραφα και προσομοιώσεις και οι θεατές δεν βλέπουν την αλήθεια. Ο Σωκράτης καλεί τους φιλοσόφους να κατέβουν στο μεγάλο σινεμά του κόσμου και να βοηθήσουν τους θεατές να απαλλαγούν από το θάμπωμά τους. Μόνο έτσι θα διακρίνουν την πραγματικότητα και θα ξεφύγουν από τις σκιές και τις ψεύτικες εικόνες. Μόνο έτσι θα καταφέρουν, έστω και με καθυστέρηση, να πετύχουν τη μετατροπή και την ανύψωση. Μόνο έτσι θα επέλθει εντέλει η οικουμενικότητα».