Διαβάζουν οι δεξιές Σαπφώ;
[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 23.07.19 ]Η Σαπφώ η ποιήτρια, «…Λεσβία εξ Ερεσού, λυρική, γεγονυία κατά την μβ’ Ολυμπιάδα, ότε και Αλκαίος ην και Στησίχορος και Πιττακός..», είναι γνωστό τοις πάσι πως ανήκε στην τάξη των από πάνω. Εκεί, στα ψηλά της κοινωνικής πυραμίδας, και γράμματα έμαθε και ανάμεσα στις γυναίκες της εποχής της διέπρεψε και έμεινε στην ιστορία της ανθρωπότητας να συμβολίζει τη δύναμη της γυναικείας διάνοιας: εκείνη που αναπτύσσεται όταν υπάρχει αυτοδιάθεση στο σώμα και στο πνεύμα, πέρα από κάθε λογής κοινωνικό κομφορμισμό.
Ο βυζαντινός Σούδας (η εγκυκλοπαίδεια), αλλά και κάποιοι προηγούμενοι –Μάξιμος ο Τύριος, επιστολή Οβιδίου κ.α.-, προσθέτουν στη ζωή της σύζυγο και κόρη, «εγαμήθη δε Κερκώλα, ανδρί πλουσιωτάτω, ορμωμένω από Άνδρου και θυγατέρα εποιήσατο εξ αυτού, η Κλεις ωνομάσθη…», με άλλους όμως μελετητές να το αμφισβητούν (Παναγής Λεκατσάς). Έτσι κι αλλιώς, η Ψάπφα, σ΄ ένα περιβάλλον ανεκτικότερο, πράγματι, από άλλα της εποχής και δίχως να αρνηθεί, επαναστατικώ τω τρόπω, την ταξική, αριστοκρατική της καταγωγή, διέρρηξε τα στερεότυπα. Εις τους αιώνας των αιώνων, οι ομοφυλόφιλοι έρωτές της και οι στίχοι της θα εμπνέουν την καθεμιά και τον καθέναν.
Είναι αλήθεια πως, ενίοτε, οι των ανώτερων τάξεων γυναίκες πρωτοπορούν. Όχι, ίσως, για να μετασχηματίσουν τον κόσμο για χάρη των από κάτω, αλλά, εκκινούμενες από το «ίδιον όφελος» του Άνταμ Σμιθ, για να ζήσουν οι ίδιες ευτυχέστερες. Ίσως επίσης επειδή και η κοινωνία τους χαρίζεται, περισσότερο από όσο στους πένητες και, ίσως, επειδή όπως η Λέσβια ομολογεί, «[ο πλούτος] άνευ δ' αρετάς ουκ ασινής πάροικος α δ' εξ αμφοτέρων κράσις έχη ευδαιμονίας άκραν» -κακός γείτονας ο πλούτος δίχως μυαλό, αλλά αν τα ΄χεις και τα δυο, είσαι ο ευτυχέστερος.
Αλλά, ας σκεφτεί κανείς τη Σαπφώ ανάμεσα στις σημερινές γυναίκες της τάξεώς της. Ανάμεσα, ας πούμε, στις δυο υπουργίνες της δεξιάς, εκείνην της Παιδείας και την άλλην, της Εργασίας. Αστές, με προίκα την καταγωγή και πανωπροίκια τις σπουδές με τις περγαμηνές της Εσπερίας, στα χρόνια της Λεσβίας, θα γύρναγαν να την κοιτάξουν ή θα την θεωρούσαν μίασμα –όχι διότι πρόδωσε την τάξη της, που δεν την πρόδωσε- αλλά γιατί την ντρόπιασε με άνομες συνουσίες.
Θρησκεία – οικογένεια: οι σημερινές/οι των ανωτέρων τάξεων αναπαράγουν ευλαβικά τα στερεότυπα, αναπαράγοντας ταυτόχρονα την ισχύ τους. Η μεν Κεραμέως, της Παιδείας, τάζει σχολεία μεντρεσέδες, ακροφιλελεύθερα ιεροσπουδαστήρια, ανοιχτά, ταυτοχρόνως, στην «ιδιωτική πρωτοβουλία», αθύρματα μάλλον της αγοράς. Η δε Μιχαηλίδου τάζει επιδόματα στις γυναίκες που γεννούν, όχι στην ηλικία που οι ίδιες επιθυμούν αλλά σ’ αυτήν που η βιοπολιτική ορίζει ως «καταλληλότερη». Και στις δυο περιπτώσεις, η γυναίκα γίνεται σύμβολο συντήρησης: μέσα από την αναπαραγωγή της τοτεμικής, άμωμης, ασεξουαλικής Παναγιάς, εικόνα που το μάθημα των Θρησκευτικών, όπως το οραματίζεται η Κεραμέως, πριμοδοτεί και υπερπροβάλλει. Μέσα, επίσης, από την αναπαραγωγή, που επιβραβεύεται χρήμασι, ως αυτοσκοπός της γυναίκας, γεγονός που καθιστά τη μητρότητα πρωταρχικό αίτιο της γυναικείας ανελευθερίας.
Οι πρακτικές του καπιταλισμού μπορεί να μην επέτρεπαν πάντα την ανάπτυξη κινημάτων για τα ατομικά δικαιώματα –φεμινισμός, ΛΟΑΤΚΙ κ.ο.κ.-, άφηναν όμως, συχνά πυκνά, παραθυράκια για διεκδικήσεις, που αφορούν την προσωπική αυτοπραγμάτωση. Ο σημερινός ακροφιλελευθερισμός τα κλειδαμπαρώνει, θεωρώντας τα επικίνδυνα: η μοντερνικότητα ανοίγει πολυποίκιλες ορέξεις, το ένα δικαίωμα φέρνει τ’ άλλο και τα δυο, ίσως, εν τέλει, την επανάσταση σε κάποια της μορφή.
Μακριά, πολύ μακριά από το ελευθεριακό πνεύμα της Σαπφώς –κι όχι Σαπφούς, γενική των αρίστων γλωσσαμυντόρων- οι κυρίες της δεξιάς επέφεραν μια πρωτοφανή οπισθοδρόμηση στη δημόσια σφαίρα. Μαζί με κάθε άλλη γυναίκα, και οι ομοϊδεάτισσες κυρίες της τάξης τους οφείλουν να αντιδράσουν. Ίσως περισσότερο αυτές, για την ολωσδιόλου ντροπιαστική εκπροσώπησή τους.
Και να ξαναδιαβάσουν, λίγο Σαπφώ ή Μαρτινέγκου, λίγο Γουλφ ή Μποβουάρ.