Ο δικός μου νεκρός
[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 30.08.17 ]Κάθε χειμώνα έναν νεκρό κυοφορώ εντός μου και κάθε καλοκαίρι ο ίδιος νεκρός γεννιέται.
Στα καφενεία κάθεται ολημερίς ο νεκρός μου. Και πρέφα με τους χωριάτες παίζει. Στις ωραίες γυναίκες φιλοφρονήσεις κάνει ο νεκρός μου. Και μαζί μου κουβέντα για τα μελλούμενα στρώνει. Και το σούρουπο στις θάλασσες του κόσμου βαπτίζεται. Μονάχος. Αυτός κι οι θάλασσες. Τα κατσαρά μαλλιά του, φυλλώματα χιονισμένων δέντρων, τινάζει προς τα πίσω ο νεκρός μου. Από τον ώμο με γραπώνει και στο βουνό τ’ αντικρινό με τ’ άλογο καλπάζουμε. Κι εκεί ψηλά, κάθε απόβραδο, σακατεμένο κιβώτιο καλαφατίζει, σπίτι φιλόξενο για τους νεκρούς νεκρούς μας που με τα τρύπια τους τ’ άρβυλα ντάπα ντούπα περιφέρουνε ολημερίς τη μοναξιά τους κι αμετανόητοι πιστεύουνε ακόμη σαν τα μικρά παιδιά. Οι νεκροί μας δεν χωράνε στα βιβλία, ουρλιάζει ο νεκρός μου. Στις βάρκες που πέρα δώθε τούς κουβαλάνε, δεν χωράνε. Πουθενά δεν χωράνε οι νεκροί μας. Χρόνια και χρόνια τους σκοτώνουν τους νεκρούς μας. Ψάρια τυλιγμένα σε γάζες που τα πετάξαν στη στεριά κάποιες κανίβαλες Αλήθειες. Κι ανάβει το τσιμπούκι του και κάθεται άυπνος και ξενυχτά, όπως τον σιωπηλό νεκρό στο φέρετρο, τους νεκρούς μας. Βλαστημώντας ολοένα βλαστημώντας τις δήμιες ιδέες που αγχόνες στήσανε και άταφους αφήσαν τους νεκρούς μας.
Από καιρό έπαψε κάτι από τον ουρανό να γυρεύει ο νεκρός μου. Κι όμως, σαν τον δεις, τα χέρια καταπάνω έχει διαρκώς στραμμένα. Ματαιοπονώντας. Έστω. Ματαίως –δίχως ψυχή και νου- να μη ζήσει.
Να μη ζήσω. Τον δαίμονα που με την κάννη κάθε τόσο σημαδεύει το μυαλό μου να ξορκίσω. Μπας και καταφέρω τον τροχό της ιστορίας να κινήσω. Και αφού βγω από το κλειστό κοινόβιό μου, άλλες, καταδικές μου, τούτη τη φορά, Α-λήθειες ανακαλύψω και πάψω επιτέλους ασπρόμαυρα όλα να τα βλέπω.
Κάθε χειμώνα έναν νεκρό κυοφορώ εντός μου και κάθε καλοκαίρι ο ίδιος νεκρός γεννιέται. Διεκδικώντας το προνόμιο ποτέ να μην πεθάνει –εντός μου.