Οι απαντήσεις απέτυχαν αλλά οι ερωτήσεις ισχύουν
[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 29.10.16 ]Όταν ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό πρόβλημα, όπως οι τηλεοπτικές άδειες, επιλύεται με νομικό τρόπο, τότε το νέο πεδίο της πολιτικής διαδικασίας θα είναι τα δικαστήρια. Όταν ο πολιτικός βίος θα καθορίζεται από την νομική σκέψη-διαιτησία, τότε η πολιτική σκέψη θα φαλκιδεύεται και θα φενακίζεται από τη δήθεν ουδετερότητα του νόμου, που καταλήγει στο περίφημο Dura lex, sed lex(Σκληρός νόμος, αλλά νόμος). Ως εάν ο νόμος να μην συμπυκνώνει και να μην αποτυπώνει ένα συγκεκριμένο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καθώς και τα συγκεκριμένα συμφέροντα των πάνω ή των κάτω. Σε κάθε περίπτωση, η «ιερότητα» δίκην αρχαϊκού τοτέμ του νόμου δεν υφίσταται. Μάλιστα ένα δημοκρατικό σύνταγμα ανέχεται ακόμη και τους αντιπάλους της δημοκρατίας, λέει ο Γ. Χάμπερμας. Γενικά, μπορεί κάποιος να στρέφεται ακόμα και εναντίον του νόμου, αρκεί η πράξη του να συνάδει με την ευρύτερη έννοια της δικαιοσύνης, έλεγε ο Χάουαρντ Ζιν. Συνεπώς, όταν ο νόμος υπηρετεί την αδικία μπορεί να τον παραβαίνει κανείς. Τι γίνεται, όμως, όταν αλλάζει το πεδίο της αντιπαράθεσης, όταν, δηλαδή, αυτό που αποκαλείται παγκοσμιοποίηση επιβάλλει μία νομοθεσία στη λογική των συμφερόντων των πλανητικών πάνω; Μπορεί να τα βάλει κάποιος με την πλανητική μαφία; Μπορεί να λειτουργήσει ο ελληνικός Δούρειος Ίππος ή χρειάζεται αυτό που έλεγε ο πρώην υποδιοικητής Μάρκος και νυν Γκαλεάνο;
«Κάποιοι παρατήρησαν πως το να αντιταχθεί κανείς στην παγκοσμιοποίηση ισοδυναμεί με το να πάει κόντρα στο νόμο της βαρύτητας, Οπότε ούτε συζήτηση: Κάτω ο νόμος της βαρύτητας!» έλεγε ο πρώην «υποδιοικητή Μάρκος». Ο Μάρκος περιγράφει τα επτά πεδία (συμβολικός αριθμός) της σημερινής ανεστραμμένης πραγματικότητας του Τέταρτου παγκοσμίου πολέμου: Ένα πεδίο είναι η συσσώρευση από τη μια πλούτου και από την άλλη φτώχιας στους δύο πόλους της διεθνούς κοινωνίας. Ένα άλλο είναι η πλήρης εκμετάλλευση του συνόλου του κόσμου. Το τρίτο είναι ο εφιάλτης ενός μέρους της ανθρωπότητας που είναι αναγκασμένο να περιπλανιέται. Το τέταρτο, η εμετική σχέση ανάμεσα στο έγκλημα και στην Εξουσία. Το πέμπτο είναι η βία του κράτους, έκτο η μεγαπολιτική και έβδομο ο πολύμορφος θύλακος της αντίστασης....
Τι μπορεί να ενώσει αυτές τις πολύμορφες αντιστάσεις; Μια καινούργια ιδέα της νεωτερικότητας, μια νέα, ουμανιστική ιδέα της προόδου και του τρόπου άσκησης της πολιτικής με βάση το «ηγούμαι υπακούοντας» είναι η απάντηση του Γκαλεάνο. Έτσι η λαϊκή κυριαρχία αναδομείται και μεταβάλλεται σε κανονιστική αρχή του δημόσιου βίου. Πάνω απ’ όλα, όμως, πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα αφήγηση, γιατί «Δεν είναι δικό μας το σπίτι του πόνου και της δυστυχίας. Μας το παρέστησε έτσι αυτός που μας κλέβει και μας εξαπατά... δεν είναι δική μας η γη του θανάτου και της αγωνίας. Δεν είναι δικός μας ο δρόμος του πολέμου. Δεν είναι δική μας η προδοσία και δεν χωρά στο βήμα μας η λησμονιά. Δεν είναι δικά μας το άδειο χώμα και ο κούφιος ουρανός». Ο λόγος είναι ποιητικός, γιατί ο κώδικας επικοινωνίας των πονεμένων ψυχών είναι η ποίηση. Γιατί η ποίηση αλλάζει το περιεχόμενο της «μεταφοράς» των λέξεων, κάνοντάς τες και πάλι αληθινές και όχι πολύσημες και αμφίσημες. Γιατί είναι ψέμα πως οι λέξεις δεν έχουν αφεντικά. «Ακόμη και αν χάσουμε, θα νικήσουμε...» λέει ο πρώην υποδιοικητής. Γιατί, ακόμα και αν «Ορισμένες απαντήσεις απέτυχαν, εξακολουθούν όμως να ισχύουν οι ερωτήσεις»...